-
1 τυπική
-
2 τυπικῇ
-
3 τυπική
τυπικόςimpressionable: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 χαλκο-τυπική
χαλκο-τυπική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst oder das Handwerk des χαλκοτύπος; Plat. Polit. 288 a; Plut. adv. Stoic. 45.
-
5 χαλκοτυπικη
-
6 γνωριμία
γνωριμιά η1) знакомство;τυπική ( — или απλή) γνωριμία — шапочное знакомство;
έχει μεγάλες γνωριμίες — у него большие знакомства, большие связи;
έχω πολλές γνωριμίες — у меня много знакомых;
κάνω ( — или δίνω, αρχίζω, συνάπτω) γνωριμία μέ κάποιον — знакомиться, завязывать знакомство с кем-л.;
2) ознакомление -
7 τυπικός
η, ό[ν]1) типичный, характерный; 2) формальный;τυπική επίσκεψη — визит вежливости;
3) педантичный; чопорный, церемонный -
8 χαλκοτυπική
χαλκο-τυπική, ἡ, sc. τέχνη, die Kunst oder das Handwerk des χαλκοτύπος
См. также в других словарях:
τυπικῇ — τυπικός impressionable fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπική — τυπικός impressionable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
εξαγνισμός — Τυπική πράξη με την οποία πιστεύεται ότι εξαλείφονται ακαθαρσίες αφηρημένες, ανάλογα με τις διάφορες θρησκευτικές αντιλήψεις. Η αιτία και ο τρόπος μόλυνσης ποικίλλουν σε μεγάλη κλίμακα και αφορούν είτε φυσικά γεγονότα (π.χ. οι γυναίκες στην… … Dictionary of Greek
μύηση — Τυπική ιεροτελεστία των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων, με την οποία γινόταν η εισαγωγή στα μυστήρια. Ο όρος υιοθετήθηκε από την εθνολογία για να προσδιορίσει διάφορες τελετές των πρωτόγονων λαών, που παρουσιάζουν πολυάριθμες αναλογίες με τη… … Dictionary of Greek
ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… … Dictionary of Greek
ραμφός — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… … Dictionary of Greek
ίσμπα — Τυπική αγροτική κατοικία της υπαίθρου στην περιοχή του ανατολικού τμήματος της Δημοκρατίας της Ρωσίας … Dictionary of Greek
Μεσόγειος θάλασσα — Τυπική διηπειρωτική θάλασσα (2.966.000 τ. χλμ., συμπεριλαμβανομένων της Προποντίδας και του Εύξεινου Πόντου· μέγιστο μήκος 3.860 χλμ., μέσο πλάτος περ. 600 χλμ.) που, όπως αποδεικνύει και η ονομασία της, περιλαμβάνεται μεταξύ της Ευρώπης στα Β,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek