-
1 δικαστικος
-
2 δικαστικός
δικαστικός, den Richter betreffend; – μισϑός, der Sold, den jeder Geschworne für den Gerichtstag bekam, Schol. Ar. Fesp. 299; Luc. Dem. enc. 25, wie δ. λήμματα Plut Pericl. 9, = τὸ δικαστικόν, Arist. Pol. 6, 5 u. A.; – νόμος Plut. C. Graech. 5; ὁ δικ., der in der Proceßführung geübt, erfahren ist, also = δικανικός, Xen. Mem. 2, 6, 38, wie ἡ δικαστική, Kunst der Rechtsverwaltung u. -sprechung (vgl. δικανική), Plat. Gorg. 520 b Polit. 303 e. – Adv., δικαστικῶς, nach Art der Richter, Luc. Hermot. 47.
-
3 δικαστικός
δικαστικόςof: masc nom sg -
4 δικαστικός
δικαστικός, den Richter betreffend; μισϑός, der Sold, den jeder Geschworene für den Gerichtstag bekam; ὁ δικ., der in der Prozessführung geübt, erfahren ist, also = δικανικός, wie ἡ δικαστική, Kunst der Rechtsverwaltung u. -sprechung. Adv., δικαστικῶς, nach Art der Richter -
5 δικαστικός
η, ό[ν] судебный; судейский;δικαστική εξουσία — судебная власть;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
δικαστική απόφαση — судебный приговор;
δικαστική πλάνη — судебная ошибка;
δικαστικός υπάλληλος — судейский чиновник;
δικαστικός σύμβουλος — юрисконсульт;
δικαστικός κλητήρας — судебный исполнитель
-
6 δικαστικός
[дикастикос] яг. судебный. -
7 δικαστικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαστικός
-
8 δικαστικός
1) judicial2) judiciaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δικαστικός
-
9 κατα-δικαστικός
κατα-δικαστικός, ή, όν, verurtheilend, Schol. Ar. Vesp. 167.
-
10 δικαστικά
δικαστικόςof: neut nom /voc /acc plδικαστικά̱, δικαστικόςof: fem nom /voc /acc dualδικαστικά̱, δικαστικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 δικαστικόν
δικαστικόςof: masc acc sgδικαστικόςof: neut nom /voc /acc sg -
12 δικαστικαί
δικαστικόςof: fem nom /voc pl -
13 δικαστικοί
δικαστικόςof: masc nom /voc pl -
14 δικαστικούς
δικαστικόςof: masc acc pl -
15 δικαστική
δικαστικόςof: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
16 δικαστικήν
δικαστικόςof: fem acc sg (attic epic ionic) -
17 δικαστικώτεροι
δικαστικόςof: masc nom /voc comp pl -
18 δικαστικών
-
19 δικαστικῶν
-
20 αγώνας
[-ών (-ώνος)] ο1) спорт, состязание, соревнование, игра;αγώνας δρόμου — бег;
οι ολυμπιακοί αγώνες олимпийские игры;ποδοσφαιρικός αγώνας — футбольный матч;
αγώνας σκακιού — шахматные соревнования;
ημιτελικός αγώνας — полуфинальный матч;
φιλικός αγώνας — товарищеская встреча;
αγώνας του κυπέλλου — соревнование на кубок;
2) борьба;προεκλογικός αγώνας — предвыборная борьба;
απελευθερωτικός αγώνας — освободительная борьба;
3) усилие, напряжённый труд;θα χρειαστεί μεγάλος αγώνας — понадобятся большие усилия;
με πολύν αγώνα — с большим трудом;
§ δικαστικός αγώνας — тяжба; — судебный процесс
См. также в других словарях:
δικαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικός — ή, ό (AM δικαστικός, ή, όν) [δικαστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δίκη, δικαστή ή δικαστήριο νεοελλ. 1. φρ. «δικαστικός αντιπρόσωπος» αντιπρόσωπος τής δικαστικής αρχής στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικαστικός ο … Dictionary of Greek
δικαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη δικαιοσύνη, στους δικαστές και τα δικαστήρια: Στις εκλογές ήταν δικαστικός αντιπρόσωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… … Dictionary of Greek
δικαστικός κλητήρας — Βλ. λ. δικαστικός επιμελητής … Dictionary of Greek
δικαστικά — δικαστικός of neut nom/voc/acc pl δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc/acc dual δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικῶν — δικαστικός of fem gen pl δικαστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικόν — δικαστικός of masc acc sg δικαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
δικαστικαῖς — δικαστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικαί — δικαστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)