-
21 κλητήρας
[-ήρ (-ηρος)] ο курьер, посыльный; младший служащий;§ δικαστικός κλητήρας — судебный исполнитель
-
22 πάρεδρος
ο, η юр.1) заместитель, -ница;πάρεδρος δικαστής — или δικαστικός πάρεδρος — адвокат, замещающий мирового судью;
δημαρχιακός πάρεδρος — заместитель мэра;
2) кандидат в члены суда первой инстанции (с правом совещательного голоса);εμμισθος πάρεδρος — низший чин суда первой инстанции;
πάρεδρος Συμβουλίου Επικρατείας — кандидат в члены Высшего Административного суда (с правом совещательного голоса)
-
23 δικαστική
-
24 δικαστικῇ
-
25 δικαστικής
-
26 δικαστικῆς
-
27 δικαστικαίς
-
28 δικαστικαῖς
-
29 δικαστικοίς
-
30 δικαστικοῖς
-
31 δικαστικού
-
32 δικαστικοῦ
-
33 δικαστικώ
-
34 δικαστικῷ
-
35 δικαστικώς
-
36 δικαστικῶς
-
37 δικαστικάς
δικαστικά̱ς, δικαστικόςof: fem acc pl -
38 κωλακρέτης
κωλακρέτ-ης, ου, ὁ, name of a financial official in early Athens and elsewhere (cf. foreg.), IG12.19.13, al., Arist.Ath. 7.3, Ar.V. 695, Av. 1541; κωλακρέτου γάλα, comically for the μισθὸς δικαστικός, Id.V. 724. (Written κωλαγρ- in Cod. Rav. of Ar., Tim. Lex.; derivation from κωλᾶς ἀγρεῖν or ἀγείρειν perh. implied by Suid.A s.v. κωλακρέτης.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλακρέτης
-
39 μισθός
μισθός, ὁ,A hire, μισθῷ ἔπι ῥητῷ for fixed wages, Il.21.445; μισθοῖο τέλος the end of our hired service, ib. 450;μισθὸς.. εἰρημένος ἄρκιος ἔστω Hes.Op. 370
;θητεύειν ἐπὶ μισθῷ παρά τινι Hdt.8.137
, cf. 5.65;πείθειν ἐπὶ μ. Id.8.4
;μισθοῦ ἕνεκα ὑπηρετεῖν X.An.2.5.14
: gen. μισθοῦ for hire, S.Tr. 560, Th.4.124, 7.25, D.19.94;μ. στρατεύεσθαι Plb.3.109.6
; μισθὸν δοῦναι, διδόναι, πορίζειν, E.Andr. 609, HF19, Ar.Eq. 1019; ὡς ἐς ἑξήκοντα ναῦς μηνὸς μισθόν as a month's pay, Th.6.8;μισθοὺς μεγάλους ἔφερον Thgn.434
, cf. Ar.Ach.66;μ. λαβεῖν Hdt. 8.117
, E.IT 593, Th.8.83;δέχεσθαι X.Ap.16
;φέρεσθαι Id.Oec.1.4
; μ. πράττεσθαι exact it, Pi.O.10(11).29, Pl.Prt. 325b;μ. αἰτεῖν Id.R. 345e
; hire, μ. ὄνων, πλοίου, PAmh.2.126.11,37.b esp. at Athens, pay, allowance for public service, μ. δικαστικός Sch.Ar.V. 299;μ. ἐκκλησιαστικός Luc.Dem.Enc.25
; ὁ τῆς πρυτανείας μ. pay received during the prytany, Aeschin.1.123.2 physician's fee,μ. ἄρνυσθαι Arist.Pol. 1287a36
.II generally, recompense, reward, Il.10.304, etc.;ἀρετῆς μ. Pl.R. 363d
, cf. Ev.Matt.5.12, etc. -
40 καταδικαστικός
κατα-δικαστικός, ή, όν, verurteilend
См. также в других словарях:
δικαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικός — ή, ό (AM δικαστικός, ή, όν) [δικαστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δίκη, δικαστή ή δικαστήριο νεοελλ. 1. φρ. «δικαστικός αντιπρόσωπος» αντιπρόσωπος τής δικαστικής αρχής στις βουλευτικές και δημοτικές εκλογές 2. το αρσ. ως ουσ. ο δικαστικός ο … Dictionary of Greek
δικαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη δικαιοσύνη, στους δικαστές και τα δικαστήρια: Στις εκλογές ήταν δικαστικός αντιπρόσωπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαστικός επιμελητής — Το πρόσωπο που είναι αρμόδιο για την επίδοση όλων των δικαστικών εγγράφων (παλαιότερα ονομαζόταν δικαστικός κλητήρας). Ο δ.ε. είναι υποχρεωμένος να συντάσσει σχετική έκθεση σε δύο πρωτότυπα· το ένα επιδίδεται στο πρόσωπο που έδωσε την παραγγελία… … Dictionary of Greek
δικαστικός κλητήρας — Βλ. λ. δικαστικός επιμελητής … Dictionary of Greek
δικαστικά — δικαστικός of neut nom/voc/acc pl δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc/acc dual δικαστικά̱ , δικαστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικῶν — δικαστικός of fem gen pl δικαστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικόν — δικαστικός of masc acc sg δικαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… … Dictionary of Greek
δικαστικαῖς — δικαστικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαστικαί — δικαστικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)