-
1 δικανικη
-
2 δικανική
-
3 δικανικῇ
-
4 δικανική
δικᾱνική, δικανικόςskilled in pleading: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 δικᾱνικός
δικᾱνικός, was sich auf das Recht u. die Processe bezieht; ῥημάτια Ar. Pax 526, wie τὰ δικανικά Plat. Apol. 32 a und λόγοι δ. Isocr. 13, 20 Proceßreden, die ihrer Förmlichkeit u. ihres ausführlichen Vortrages wegen oft weitschweifig u. ermüdend wurden; dah. in der Stelle des Plat. καὶ φορτικά dabeisteht; σοφία δημηγορική τε καὶ δικανική Plat. Rep. II, 365 d, u. öfter ἡ δικανική, z. B. Gorg. 511 d, die Proceßführungskunst; τέχναι Plut. Them. 2. Die Rhetoren, wie Arist. rhet. 1, 1, unterscheiden τὰ δικανικά von δημηγορικά, die gerichtliche Beredtsamkeit. – Ὁ δικανικός, ein im Proceßführen erfahrener, gewandter Mann, Plat. Gorg. 512 b; vgl. Theaet. 201 a; u. Xen. Mem. 1, 2, 48. – Adv., λέγειν Charit. 5, 4.
-
6 δικανικα
-
7 δικαστικός
δικαστικός, den Richter betreffend; – μισϑός, der Sold, den jeder Geschworne für den Gerichtstag bekam, Schol. Ar. Fesp. 299; Luc. Dem. enc. 25, wie δ. λήμματα Plut Pericl. 9, = τὸ δικαστικόν, Arist. Pol. 6, 5 u. A.; – νόμος Plut. C. Graech. 5; ὁ δικ., der in der Proceßführung geübt, erfahren ist, also = δικανικός, Xen. Mem. 2, 6, 38, wie ἡ δικαστική, Kunst der Rechtsverwaltung u. -sprechung (vgl. δικανική), Plat. Gorg. 520 b Polit. 303 e. – Adv., δικαστικῶς, nach Art der Richter, Luc. Hermot. 47.
-
8 δημηγορία
δημηγορ-ία, ἡ,2 speech in the public assembly, Aeschin.2.243, Jul.Or.2.75b(pl.).II esp. popular oratory, claptrap, Id.Tht. 162d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημηγορία
-
9 δημηγορικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημηγορικός
-
10 σεμνύνω
σεμν-ύνω,= foreg.,A exalt, magnify,τὸν σαυτοῦ θεόν Pl.Phlb. 28b
;τῷ ω ¯ Id.Phdr. 244d
; , cf. Plt. 263d;ὑμᾶς D.19.238
;τὰ παρ' αὑτοῖς Id.23.212
; ταῦτα περὶ ἑωυτὸν ἐσέμνυνε thus did he throw a cloak of majesty about himself, Hdt.1.99.II [voice] Med. with [tense] aor. ἐσεμνυνάμην, to be grave, solemn, esp. affect a grave and solemn air, E.Fr. 924 (lyr.); , cf. Av. 727; ; : to be reserved, of a girl, E.IA 996: with part.,σεμνύνεσθαι ὥς τι ὄντε Pl.Phdr. 243a
;οὐ σεμνύνεται ἐσχηματισμένη ὡς ὑπερήφανόν τι διαπραττομένη Id.Grg. 511d
;σ. πολίτης ὤν Luc.Patr.Enc.2
; also σ. ἐπὶ πέντε καὶ εἴκοσι καταλόγῳ προγόνων to be proud of.., pique oneself on it, Pl.Tht. 175a, cf. Isoc. 16.29, D.19.235;ἔν τινι Id.18.258
: also c. dat.,ταῖς ἐξουσίαις Sosiph. 3.2
; τῷ σπανίως ὁρᾶσθαι ς. X.Ages.9.1, cf. 2, Hdn.1.5.5: rarely c. acc.,σ. τὴν μοιχείαν Id.5.7.3
: c. dupl. acc.,μητρόπολιν Ὑπάταν Hld. 2.34
;σ. διότι Plb.9.35.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σεμνύνω
-
11 σοφία
A cleverness or skill in handicraft and art, as in carpentry, τέκτονος, ὅς ῥά τε πάσης εὖ εἰδῇ ς. Il.15.412; of the Telchines, Pi.O.7.53; ἡ ἔντεχνος ς., of Hephaestus and Athena, Pl.Prt.32 1d; of Daedalus and Palamedes, X.Mem.4.2.33, cf. 1.4.2; in music and singing, τέχνῃ καὶ ς. h.Merc. 483, cf. 511; in poetry, Sol.13.52, Pi.O.1.117, Ar.Ra. 882, X.An.1.2.8, etc.; in driving, Pl. Thg. 123c; in medicine or surgery, Pi.P.3.54; in divination, S.OT 502 (lyr.); ; σ. δημηγορική, δικανική, ib. 365d; ἡ περὶ Ὁμήρου ς. Id. Ion 542a;οὐ σοφίᾳ ἀλλὰ φύσει ποιεῖν Id.Ap. 22b
;σημαίνοντες τὴν ς..., ὅτι ἀρετὴ τέχνης ἐστίν Arist.EN 1141a12
: rare in pl., Pi.O.9.107, Ar.Ra. 676 (lyr.), IG12.522 (vase, v B.C.).2 skill in matters of common life. sound judgement, intelligence, practical wisdom, etc., such as was attributed to the seven sages, like φρόνησις, Thgn.790, 876, 1074, Hdt.1.30,60; ἡ τῶν δεινῶν ς., opp. ἀμαθία, Pl.Prt. 360d; τὴν τότε καλουμένην σ., οὖσαν δὲδεινότητα πολιτικὴν καὶ δραστήριον σύνεσιν Plu.Them.2
; also, cunning, shrewdness, craft, Hdt.1.68, etc.; τὸ λοιδορῆς αι θεοὺς ἐχθρὰ ς. Pi.O. 9.38.3 learning, wisdom, ; opp. ἀμαθία, ib. 22e; freq. in E., e.g.μόρσιμα.. οὐ σοφίᾳ τις ἀπώσεται Heracl. 615
(lyr.); τὸ σοφὸν οὐ σοφία (v.σοφός 1.3
) Ba. 395 (lyr.), etc.; freq. in Arist., speculative wisdom, EN 1141a19, Metaph. 982a2, 995b12 (pl.), 1059a18; defined as θείων τε καὶ ἀνθρωπίνων ἐπιστήμη, Stoic.2.15; but also of natural philosophy and mathematics,σ. τις καὶ ἡ φυσική Arist.Metaph. 1005b1
, cf. 1061b33. -
12 δικᾱνικός
δικᾱνικός, was sich auf das Recht u. die Prozesse bezieht; τὰ δικανικά und λόγοι δ., 20 Prozessreden, die ihrer Förmlichkeit u. ihres ausführlichen Vortrages wegen oft weitschweifig u. ermüdend wurden; dah. in der Stelle καὶ φορτικά dabeisteht; ἡ δικανική, die Prozessführungskunst. Die Rhetoren unterscheiden τὰ δικανικά von δημηγορικά, die gerichtliche Beredtsamkeit. Ὁ δικανικός, ein im Proceßführen erfahrener, gewandter Mann
См. также в других словарях:
δικανικῇ — δικᾱνικῇ , δικανικός skilled in pleading fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανική — δικᾱνική , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АРИСТОТЕЛЬ — • Aristoteles, Άριστοτέλης, знаменитый основатель школы перипатетиков, самый глубокий и всеобъемлющий ум древности, родился в Стагире (отсюда о Σταγιρίτης, Стагирит) на македонском полуострове Халкидик у Стримонского залива в 384 г.… … Реальный словарь классических древностей
άδεια — Η ελευθερία να κάνει κανείς ό,τι θέλει· έγγραφο παροχής ελεύθερης ενέργειας σε ορισμένο ζήτημα (π.χ. ά. γάμου)· ευκαιρία, ελεύθερος χρόνος και, στα αρχαία ελληνικά, αφοβία, ασφάλεια και αμνηστία. ά. απόπλου. Η ά. για την αναχώρηση ενός πλοίου από … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
αιδούμαι — αἰδοῡμαι ( έομαι) (Α) μτγν. και αἰδῶ, έω Ι. (ως ενεργητικό) προκαλώ τον σεβασμό κάποιου, εμπνέω σεβασμό ΙΙ. (ως αποθετικό) αιδούμαι 1. αισχύνομαι, ντρέπομαι 2. (με ηθ. σημ.) φοβάμαι, σέβομαι 3. σέβομαι τη δυστυχία τού άλλου, συμπονώ, συμμερίζομαι … Dictionary of Greek
βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… … Dictionary of Greek
δικάζω — (AM δικάζω) 1. κρίνω, αποφασίζω ως δικαστής ή ένορκος για την ενοχή κάποιου 2. κρίνω ως δικαστής τις διαφορές, αποφασίζω για κάτι που αμφισβητείται 3. εκδίδω καταδικαστική απόφαση, ορίζω ποινή μσν. μέσ. 1. λογομαχώ, διαφωνώ 2. συζητώ 3. σκέφτομαι … Dictionary of Greek
δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… … Dictionary of Greek
εναγώνιος — α, ο (AM ἐναγώνιος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα ή αγωνία, αγωνιώδης, γεμάτος αγωνία («πάντα τον βίον ἐναγώνιον ἡμῑν εἶναι δεῑ καὶ ἐπίπονον», Ιω. Χρυσόστ.) αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγώνα, συμμετέχει σε αγώνα ή είναι κατάλληλος… … Dictionary of Greek
εφήγησις — ἐφήγησις, ἡ (Α) [εφηγούμαι] δικανική πράξη εναντίον κάποιου που υποθάλπει εγκληματία ή κρύβει πράγμα που ανήκει στην πολιτεία … Dictionary of Greek