-
21 мутить
мут||и́тьнесов1. θολώνω·2. перен (делать неясным) θολώνω, σκοτίζω:гнев \мутитьит рассудок ὁ θυμός σκοτίζει τό λογικό·3. (подстрекать) разг ἀναστατώνω, ταράζω τά πνεύματα, διεγείρω·4. безл (тошнить):меня \мутитьит αίσθάνομαι ἀναγοῦλες, ἔχω τάσιν πρός ἐμετόν. -
22 науськать
науськатьсов, науськивать несов пе-РеН· разг βάζω φιτίλια, διεγείρω κάποιον ἐναντίον ἀλλου. -
23 подзадоривать
подзадориватьнесов, подзадорить сов ὑποκινώ, διεγείρω, βάζω φυτίλια, ἐρεθίζω, προτρέπω. -
24 подстрекать
подстрекатьнесов, подстрекнуть сов ὑποκινώ, παρακινώ, βάζω φυτίλια, ἐξεγείρω:подстрекать кого́-л. против кого-л. ἐξεγείρω κάποιον ἐνάντια σέ ἀλλον ◊ подстрекнуть чье-л. любопы́тство διεγείρω τήν περιέργεια κάποιου. -
25 подхлестнуть
подхлестнутьсов, подхлестывать несов1. μαστιγώνω, μαστιγῶ, κεντρῶ·2. перен διεγείρω, κεντρῶ. -
26 пробудить
пробудитьсов, пробуждать несов Прям., черен. ξυπνώ (μετ.), ἀφυπνίζω, διεγείρω, σηκώνω:\пробудить надежду ξυπνώ τήν ἐλπίδα \пробудиться Прям., черен. ξυπνώ (άμετ.), ἀφυπνίζομαι. -
27 раззадоривать
раззадориватьнесов, раззадорить сов разг ἐξερεθίζω, διεγείρω. -
28 стимулировать
стимул||и́роватьсов и несов διεγείρω, παρακινώ/ παροτρύνω (побуждать), -
29 щекотать
щекотатьнесов1. γαργαλώ, γαργα-λεύω, γαργοιλίζω·2. перен:\щекотать чье-л. самолюбие κολακεύω τόν ἐγωϊσμό κάποιου· \щекотать нервы διεγείρω τά νεῦρα·3. безл:у меня в го́рле щекочет μέ γαργαλἄ ὁ λαιμός· у меня в носу́ щекочет μέ τρώει ἡ μύτη μου. -
30 возбуждать
[βαζμπουζντάτ'] ρ. ερεθίζω, διεγείρω -
31 стимулировать
[στιμουλίραβατ"] ρ. διεγείρω -
32 возбуждать
[βαζμπουζντάτ'] ρ ερεθίζω, διεγείρω -
33 стимулировать
[στιμουλίραβατ"] ρ διεγείρω -
34 взманить
ρ.σ.μ.διεγείρω, προκαλώ την επιθυμία, κεντώ• τραβώ, έλκω. -
35 возбудить
-ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -ужденный, βρ: -ден, -дена, -дено, ρ.σ.μ.1. προκαλώ, διεγείρω, κινώ•возбудить любопытство κινώ την περιέργεια•
возбудить аппетит κινώ την όρεξη•
возбудить интерес κινώ το ενδιαφέρο.
|| παροτρύνω, παρακινώ•возбудить к борьбе παρακινώ γι αγώνα. ανακινώ•
возбудить вопрос ανακινώ ζήτημα.
2. ερεθίζω, εκνευρίζω•возбудить нервы ερεθίζω τα νεύρα.
|| εγείρω•возбудить судебное дело κάνω (κινώ) δικαστήριο.
διεγείρομαι, ερεθίζομαι. || κινούμαι, υποκινούμαι. -
36 возжечь
-жгу, жжёшь, -жгут, παρλθ. χρ. возжег, -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возжженный, βρ: -жжен, -жжена, -жжено ρ.σ.μ. παλ. ανάβω, ανάπτω, αναφλέγω. || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, εξάπτω•возжечь страсти ανάβω τα πάθη.
ανάβω, αναφλέγομαι. -
37 жалость
-и θ.ευσπλαχνία, συμπόνια, πόνος, λύπηση, οίκτος, οικτιρμός•возбудить -προκαλώ (διεγείρω) τον οίκτο•
из -и από ευσπλαχνία (συμπόνια)•
какая -! τι κρίμα!
-
38 зажечь
-жгу, -жжешь, -жгут, παρλθ. χρ. зажег-жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заж-женный, βρ: -жжен, жжена-жженоρ.σ.μ.1. ανάβω•зажечь лампу ανάβω τη λάμπα•
зажечь спичку ανάβω το σπίρτο•
зажечь свет ανάβω το φως.
2. μτφ. διεγείρω, τονώνω, ζωηρεύω, ζωπυρώ.ανάβω, καίω, φέγγω•|| εμφανίζομαι φωτεινός. || μτφ. (για μάτια) λάμπω, α-οτράφτω. || εμφανίζομαι (για αισθήματα κλπ.).κυριεύομαι, κατέχομαι, ανάβω. -
39 мутить
мучу, мутишьρ.δ.μ.1. θολώνω•мутить воду θολώνω το νερό.
2. μτφ. συγχύζω, σκοτίζω.3. αναστατώνω, διεγείρω, προδιαθέτω κακώς, στρέφω ενάντια.4. απρόσ. έχω τάση για εμετό.εκφρ.мутить воду – θολώνω τα νερά (συγχέω τα πράγματα).1. θολώνω, γίνομαι θολός. || θαμπώνω•глаза -лись τα μάτια θάμπωσαν.
2. (συ)σκοτίζομαι, συγχύζομαι•мысли -ятся οι σκέψεις συσκοτίζονται•
ум -ится το μυαλό σκοτίζεται.
3. παλ. αναστατώνομαι, ταράσσομαι, ανησυχώ.4. θολώνω.εκφρ.- ится в голове – ζαλίζομαι. -
40 наэлектризовать
-зуга, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. наэлектризованный, βρ: -ван, -а, -о.1. ηλεκτρίζω.2. μτφ. διεγείρω.1. ηλεκτρίζομαι.2. διεγείρομαι, εξανίσταμαι.
См. также в других словарях:
διεγείρω — διεγείρω, διήγειρα και διέγειρα βλ. πίν. 143 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διεγείρω — (AM διεγείρω) [εγείρω] εξεγείρω, ξεσηκώνω («διεγείρει τη μια φυλή εναντίον τής άλλης», «εἰ διεγείρης τὸν σὸν ἀδελφὸν κατὰ τοῡ Μουσταφᾱ») νεοελλ. 1. παρακινώ, παροτρύνω 2. προκαλώ έμμεσα τη διάπραξη αξιόποινης πράξης αρχ. μσν. ξυπνώ κάποιον,… … Dictionary of Greek
διεγείρω — διέγειρα, διεγέρθηκα, διεγερμένος 1. τονώνω κάτι: Η συμπεριφορά του διεγείρει το ενδιαφέρον μου γι’ αυτόν. 2. ερεθίζω, εξάπτω, προκαλώ: Πάντα διεγείρει τη φαντασία του παιδιού με τις ιστορίες του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διεγείρω — διά ἐγείρω awaken aor subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres subj act 1st sg διά ἐγείρω awaken pres ind act 1st sg διά ἐγείρω awaken aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοδιεγείρομαι — διεγείρω τον εαυτό μου, διεγείρομαι από μόνος μου … Dictionary of Greek
διέγερση — H πράξη και το αποτέλεσμα του διεγείρω· η παρόρμηση, η τόνωση, η έξαψη, η παρόξυνση. (Φυσ.) Διαδικασία κατά την οποία ένα ηλεκτρόνιο, συνδεδεμένο με ένα άτομο, αποκτά αρκετή ενέργεια για να μετακινηθεί από μία χαμηλότερη σε μία υψηλότερη τροχιά,… … Dictionary of Greek
εξοροθύνω — ἐξοροθύνω (Α) διεγείρω, παρορμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οροθύνω «ερεθίζω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek
επόρνυμι — ἐπόρνυμι και ἐπορνύω (Α) 1. διεγείρω, εξεγείρω («ὅς μοι ἐπῶρσε μένος», Ομ. Ιλ.) 2. διεγείρω και στέλνω εναντίον κάποιου («ἐπεὶ γὰρ Ἥρα σοι γένος Τυρσηνικὸν ληστῶν ἐπῶρσεν», Ευρ.) 3. στέλνω από ψηλά εναντίον κάποιου («Ζεύς... ὦρσεν ἀπ’ Ἰδαίων… … Dictionary of Greek
θάλπω — (AM θάλπω) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω («θερμὴ ἡμᾶς ἀκτὶς θάλπει», Αριστοφ.) 2. παρηγορώ, εμψυχώνω, εγκαρδιώνω 3. περιποιούμαι, φροντίζω («τὴν πόλιν θάλπω» περιβάλλω με αγάπη και στοργή την πόλη) μσν. αρχ. 1. εκκολάπτω 2. κάθομαι πάνω σε κάτι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
κατανύσσ — και κατανύγω (AM κατανύσσω) 1. διεγείρω σε κάποιον μύχια συναισθήματα ευσέβειας, φέρω κάποιον σε κατάσταση κατάνυξης («ἀκούσαντες δὲ κατενύγησαν τῇ καρδίᾳ», ΚΔ) 2. συγκινώ κάποιον υπερβολικά («ὡς δὲ ἤκουσαν, κατενύγησαν οἱ ἄνδρες καὶ λυπηρὸν ἦν… … Dictionary of Greek
παρορίνω — Α εξεγείρω, διεγείρω ελαφρά κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀρίνω «εγείρω, διεγείρω»] … Dictionary of Greek