-
1 δια-στροφή
δια-στροφή, ἡ, Verdrehung, ὀμμάτων, das Schielen, Arist. Probl. 41, 7; Verreutung, Medic. Auch von Geistesverkehrtheit, D. L. 2, 89. – Uebertr., δ. τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον, Verschlechterung, Pol. 2, 21; Ggstz διόρϑωσις, Plut. Mus. 31.
-
2 προ-δια-στροφή
προ-δια-στροφή, ἡ, vorhergegangene Verkehrung, Verderbung, Clem. Al.
-
3 διαστροφή
δια-στροφή, ἡ, Verdrehung, ὀμμάτων, das Schielen; Verrenkung. Auch von Geistesverkehrtheit. Übertr., δ. τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον, Verschlechterung -
4 διαστροφη
ἥ1) перекашивание, скашивание(ὀμμάτων Arst.)
2) (тж. δ. ἐπὴ τὸ χεῖρον Polyb.) совращение, развращение, порча(τῆς ψυχῆς Plut.)
-
5 προδιαστροφή
προ-δια-στροφή, ἡ, vorhergegangene Verkehrung, Verderbung -
6 στρέφω
στρέφω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to twist, to turn', intr. a. midd. `to twist, turn, to run (Il.).Other forms: Dor. στράφω? (Nisyros IIIa; quite doubtful), Aeol. στρόφω (EM), aor. στρέψαι, - ασθαι (Il.), Dor. ἀπο-στράψαι (Delph.), pass. στρεφθῆναι (Hom. [intr.], rarely Att.), Dor. στραφθῆναι (Sophr., Theoc.), στραφῆναι (Hdt., Sol., Att.), ἀν-εστρέφησαν (young Lac. a.o., Thumb. Scherer 2, 42), fut. στρέψω (E. etc.), perf. midd. ἔστραμμαι (h. Merc.), hell. also ἐστρεμμένος (Mayser Pap.I: 2, 196), act. ἔστροφα (hell.), also ἔστραφα (Plb.).Derivatives: A. With ε-vowel: 1. στρεπ-τός `twisted, flexible' (Il.), m. `necklace, curl etc.' (IA.) with - άριον (Paul Aeg.). 2. - τικός ( ἐπι-, μετα- a.o.) `serving to twist' (Pl. a.o.). 3. - τήρ m. `door-hinge' (AP). 4. στρέμμα ( περι-, διά- a.o) n. `twist, strain' (D., medic. a.o.), σύ- στρέφω `ball, swelling, round drop, heap, congregation etc.' (Hp., Arist., hell. a. late). 5. στρέψ-ις ( ἐπι-) f. `the turning, turn' (Hp., Arist.) with - αῖος, PN - ιάδης. 6. στρεπτ-ίνδα. adv. kind of play (Poll.). 7. ἐπιστρεφ-ής `turning to (something), attentive' (IA.) witf - εια f. (pap. IIIp). -- B. With o-ablaut: 1. στρόφος m. `band, cord, cable' (Od.), `gripes' (Ar., medic.); as 2. member e.g. εὔ ( ἐΰ-)στροφος = στρέφω - στρεφής `well-twisted, easy to twist, to bend', (Ν599 = 711, E., Pl. etc.) with - φία f. `flexibility' (hell. a. late); from the prefixcompp. e.g. ἀντίστροφ-ος `turned face to face, according' (Att. etc.: ἀντι-στρέφω). From it στρόφ-ιον n. `breast-, head-band' (com., inscr. a.o.), - ίς ( περι- a. o.) f. `id.' (E. a.o.), - ίολος m. `edge, border' (Hero), - ώδης `causing gripes' (Hp. a.o.), - ωτός `provided with pivots' (LXX), - ωμα n. `pivot, door-hinge' with - ωμάτιον (hell.), - ωτήρ m. `oar' (gloss.), - όομαι `to have gripes' (medic. a.o.), ἐκστροφῶσαι H. s. ἐξαγκυρῶσαι την θύραν, - έω `to cause gripes' (Ar.); as 2. member e.g. in οἰακοστροφ-έω `to turn the rudder' (A.) from οἰακο-στρόφος (Pi., A. a..). 2. στροφή ( ἐπι-, κατα- etc.) f. `the twisting, turning around etc.' (IA.) with - αῖος surn. of Hermes (Ar. Pl. 1153; as door-waiter cf. στρο-φεύς] referring to his dexterity [cf. στρόφις). From στροφή or στρόφος: 3. στρόφ-ις m. `clever person, sly guy' (Ar., Poll.). 4. - άς f. `turning' (S. in lyr., Arat. a.o.), - άδες νῆσοι (Str. a.o.). 5. - εῖον m. `winch, cable etc.' (hell. a. late). 6. - εύς m. `door-hinge, cervical vertebra' (Ar., Thphr. a.o.; Bosshardt 47). 7. - ιγξ m. (f.) `pivot, door-hinge' (E., com. etc.). 8. - στροφάδην (only with ἐπι-, περι- a.o.) `to turn around' (ep. Ion.). 9. With λ-enlargement: στρόφ-αλος m. `top' (V--VIp); - άλιγξ f. `vertebra, curve etc.' (ep. Il.), - αλίζω `to turn, to spin' (o 315, AP). -- C. With lengthened grade: iter. intens. στρωφ-άω, - άομαι ( ἐπι-, μετα- a.o.) `to turn to and fro, to linger' (ep. Ion. poet. Il.), - έομαι `to turn' (Aret.). -- D. With zero grade: ἐπιστραφ-ής = ἐπιστρεφ-ής (s. ab.; late). PN Στραψι-μένης (Dor.). -- E. As 1. member a.o. in στρεφε-δίνηθεν aor. pass. 3. pl. `they turned around, swindled' (H 792; after it in act. Q. S. 13, 7), prob. combination of στρέφομαι and δινέομαι (Schwyzer 645 w. n. 1 a. lit.); for it with nominal 1. member στροφο-δινοῦνται (A. Ag. 51 [anap.]); στρεψο-δικέω `to twist the right' (Ar.) beside στρεψί-μαλλος `twisting the wool-flakes' = `with frizzly wool' (Ar.); cf. Schwyzer 442.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: The above strongly productive group of words can because of its regular system and extension not be very old. On the other hand there is nothing in it, that could point to loans. So an inherited word of recent date with unknown prehistory and without helpful non-Greek agreements (quite doubtful Lat. [Umbr.] strebula pl. n. `the meat on the haunches of sacricial animals'; on this W.-Hofmann s. v.). A (popular) byform with β is maintained in στρεβλός (s. v.), στρόβιλος, στραβός [this is improbable to me] -- Through στρέφω a. cogn. older words for `turn etc.', e.g. εἰλέω, εἰλύω and σπερ- in σπεῖρα, σπάρτον etc. were partly pushed aside or replaced.Page in Frisk: 2,808-809Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στρέφω
-
7 twist
[twist] 1. verb1) (to turn round (and round): He twisted the knob; The road twisted through the mountains.) στρίβω, στριφογυρίζω2) (to wind around or together: He twisted the piece of string (together) to make a rope.) στρίβω, πλέκω, συστρέφω3) (to force out of the correct shape or position: The heat of the fire twisted the metal; He twisted her arm painfully.) (δια)στρεβλώνω, στραμπουλώ2. noun1) (the act of twisting.) στρίψιμο2) (a twisted piece of something: He added a twist of lemon to her drink.) στάλα3) (a turn, coil etc: There's a twist in the rope.) στροφή, κουλούρα4) (a change in direction (of a story etc): The story had a strange twist at the end.) τροπή•- twisted- twister -
8 Course
subs.Running: P. and V. δρόμος, ὁ, V. δράμημα, τό, τρόχος, ὁ.For chariots, etc.: P. ἱππόδρομος, ὁ.Movement: P. φορά, ἡ.Orbit: P. and V. δρόμος, ὁ, ὁδός, ἡ, V. διέξοδος, ἡ, στροφή, ἡ (Soph., frag.), περιστροφή, ἡ (Soph., frag.), Ar. and P. περιφορά, ἡ.Flight ( of a weapon): P. πορεία, ἡ.Channel: P. and V. ὀχετός, ὁ.Course of life, subs.: P. and V. βίος, ὁ.Method: P. μέθοδος, ἡ; see Method.Course of action: P. προαίρεσις, ἡ.Dinner course: P. περίοδος, ἡ (Xen.).We have come to your land, being driven out of our course: V. σὴν γαῖαν ἐξωσθέντες ἥκομεν (Eur., Cycl. 279).In course of time: P. προελθόντος τοῦ χρόνου.Follow the course of events: P. παρακολουθεῖν τοῖς πράγμασι (Dem. 285).Ironically: P. and V. δῆθεν.In answer to a question, assuredly: P. and V. πῶς γὰρ οὔ, μάλιστά γε, Ar. and P. κομιδῇ γε, ἀμέλει, V. καὶ κάρτα, καὶ κάρτα γε.Let these things take their course: P. ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι (Dem. 106).——————v. trans.See Chase.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Course
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek