-
1 δια-βολή
δια-βολή, ἡ, Beschuldigung, Verläumdung, Her. 7, 10 u. Folgde; διαβολὰς ἐνδέχεσϑαι, προςίεσϑαι, Thuc. 3, 80. 6, 123; καὶ φϑόνος Plat. Apol. 28 a; εἰς διαβολὰς καὶ κινδύνους καταστῆσαι Lys. 13, 17; διαβολὴν καϑ' ἑαυτοῦ παρέσχε, gab Veranlassung zu übler Nachrede, Plut. Them. 4, u. so öfter die schlechte Meinung, in der man bei Andern steht; πρός τινα, Haß gegen Einen, Plut. Lyc. 20.
-
2 διαβολή
δια-βολή u. διᾱ-βολία, ἡ, Beschuldigung, Verleumdung; διαβολὴν καϑ' ἑαυτοῦ παρέσχε, gab Veranlassung zu übler Nachrede; die schlechte Meinung, in der man bei anderen steht; πρός τινα, Hass gegen einen -
3 διᾱβολία
δια-βολή u. διᾱ-βολία, ἡ, Beschuldigung, Verleumdung; διαβολὴν καϑ' ἑαυτοῦ παρέσχε, gab Veranlassung zu übler Nachrede; die schlechte Meinung, in der man bei anderen steht; πρός τινα, Hass gegen einen -
4 διαβολη
ἥ тж. pl.1) ссора, вражда(πρός τινα Plut.)
2) неприязнь, нелюбовь, отвращение(πρὸς ἄλειμμα καὴ λουτρόν, τοῦ πάθους Plut.)
3) боязнь, страх(πρὸς τὸν θάνατον Plut.)
4) обвинение(διαβολαὴ ψευδεῖς Isocr.)
διαβολαῖς ταῖς ἐμαῖς Eur. — в силу выдвинутых мною обвинений5) ложное обвинение, клевета, наговор, тж. злословие(κατά τινος и πρός τινα Plut.)
ἐπὴ διαβολῇ Her. — клеветнически;δ. τοῦ λόγου Thuc. — клеветнический слух;6) дурная слава(ἥ ἐμέ δ. Plat.)
ἐν διαβολῇ γενέσθαι Lys. и ἐν διαβολαῖς εἶναι Polyb. — приобрести дурную славу или оказаться под подозрением -
5 υπερβολη
ἥ1) переход, прохождение(τῶν ὀρῶν Xen., Polyb.)
2) тж. pl. место перехода, проход, перевал Polyb.ἡ ὑ. τοῦ ὄρους ἐν τοῖς στενοῖς Xen. — узкий горный проход, теснина
3) астр. восхождение, высота над горизонтом (sc. τῶν πλανήτων Arst.)4) превосходство, преобладание(στρατιᾶς Thuc.; τῆς δυνάμεώς τινος NT.)
χερῶν ὑπερβολαί Eur. — превосходство (в силе) рук;οὑδεμίαν ὑπερβολέν λιπεῖν τινι Isocr. — не дать никому возможности превзойти себя5) чрезмерность, излишек, избыток(ὑ. τε καὴ ἔνδεια Plat.)
καθ΄ ὑπερβολέν καὴ ἔλλειψιν Arst. — выше и ниже нормального;χρημάτων ὑπερβολῇ πρίασθαί τι Eur. — покупать что-л. слишком дорогой ценой;ὑπερβολέν ποιεῖν τῆς τιμῆς Arst. — взвинчивать цену;ὑ. πλησμονῆς Plat. — пресыщение;διὰ τέν ὑπερβολέν τοῦ συμβάντος Polyb. — ввиду неописуемости происшедшего;καθ΄ ὑπερβολέν εἰς ὑπερβολήν NT. — превыше всякой меры6) восполнение, добавлениеὑπερβολέν ποιησάμενος τῆς προτέρας πονηρίας Lys. — вдобавок к своей прежней низости;
ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολέν ποιοῦμαι, ὥστε ἀδικεῖν ὁμολογῶ Dem. — я готов даже согласиться, что являюсь нарушителем справедливости7) высшая степень, верх(εὐδαιμονίας Isocr.)
αἱ ὑπερβολαὴ τῶν δωρεῶν Dem. — необычайно богатые дары;ἥ ὑ. τῆς φιλίας Arst. — совершенная дружба;ταῦτ΄ οὐχ ὑ. αἰσχροκερδίας ; Dem. — разве это не верх алчности?;εἰς и καθ΄ ὑπερβολήν Eur., Isocr., Dem., ἐξ ὑπερβολῆς Polyb. — крайне, чрезвычайно;οἱ καθ΄ ὑπερβολέν ἐν ἐνδείᾳ Arst. — крайне нуждающиеся;καθ΄ ὑπερβολέν τοξεύσας Soph. — необыкновенно точно попав в цель;τὸ καθ΄ ὑπερβολήν Arst. — высшая (превосходная) степень8) отсрочка, задержка, промедление(τοῦ κακοῦ Her.)
9) преувеличение, гипербола Arst.ὑπερβολὰς εἰπεῖν Isocr. — сгустить краски, переборщить
10) мат. гипербола ( коническое сечение) -
6 ῥέπω
Aῥέψω Hdt.7.139
, Paus.9.37.8: [tense] aor.ἔρρεψα Hp. Art.38
,48, Pl.Phlb. 46e; poet.ἔρεψα Cerc.4.32
:—turn the scale, sink, ἐτίταινε τάλαντα, ἕλκε δὲ μέσσα λαβών, ῥέπε δ' αἴσιμον ἦμαρ Ἀχαιῶν, implying defeat and death, Il.8.72;ῥέπε δ' Ἕκτορος αἴσιμον ἦμαρ 22.212
;τὸ τοῦδέ γ' αὖ ῥέπει Ar.Ra. 1393
;τοῦ ταλάντου τὸ ῥέπον κάτω βαδίζει τὸ δὲ κενὸν πρὸς τὸν Δία Id.Fr.488.4
, cf. Cerc. l.c.;τὸ μὲν κάτω ῥέπον.., βαρύ· τὸ δὲ ἄνω, κοῦφον Pl.Just. 373e
; ἀεὶ τοὐναντίον ῥ. Id.R. 550e, cf. Archim.Aequil.1 Praef.2 more generally, of things, incline one way or the other, ὅ τι πολλᾷ ῥέποι what is always shifling, never steady, Pi.O.8.23; βλεμμάτων ῥέπει βολή inclines downward, falls, of a young girl's eye, A.Fr. 242; ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων sleep falling upon the eyes, Pi.P.9.25; ἐς τὸ λορδόν, κυφόν, Hp.Art.48;ῥ. πρὸς τὴν γῆν Arist.PA 686a32
, etc.3 of one of two contending parties, preponderate, prevail,ἐπὶ ὁκότερα [οἱ Ἀθηναῖοι] ἐτράποντο, ταῦτα ῥέψειν ἔμελλε Hdt.7.139
; μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν on consideration [the opinion] that it was necessary prevailed, Pl.Ep. 328b;ἠθῶν.., ἃ ἂν ὥσπερ ῥέψαντα τἄλλα ἐφελκύσηται Id.R. 544e
.4 of persons, εὖ ῥέπει θεός is favourably inclined, A.Th.21; ἐπὶ τὸ πρηνές the doctor should incline towards ( prefer) pronation, Hp.Fract.1 (unless in signf. 2, the subject being τὴν χεῖρα); ῥ. ἐπὶ τὸ πείθεσθαι Isoc.15.4
;ἐπὶ τὸ λῆμμα D.18.298
;πρὸς τὴν ἀνδρείαν Pl.Plt. 308a
, cf. Lg. 802e; alsoῥ. ταῖς γνώμαις ἐπὶ τοὺς Ῥοδίους Plb.33.16.2
;εἴς τινα Luc.
Bis Acc.6; but νομίζων τούτους πλεῖστον ῥέπειν ἐπὶ τὸ ἀγαθὸν τῇ πόλει avail most, have the greatest influence, X.Lac.4.1, cf. Isyll.24; so also , cf. Phlb. 46e; ῥ. πρὸς [τὴν ἡδονήν] Arist.EN 1172a31;ῥ. πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν Id.Pol. 1293b20
.5 ῥ. εἴς τινα fall to, be directed towards, ; τοὔργον εἰς ἐμὲ ῥέπον that this deed points to me, S.OT 847.6 of events, fall, happen, in a certain way,φιλεῖ τοῦτο μὴ ταύτῃ ῥέπειν Id.Ant. 722
; τῇδε or ἐκείνῃ ῥ. Pl.Lg. 862c, Ti. 79e; ῥ. εἴς τι turn or come to something,συμφορὰν.. κακῶν ῥέπουσαν ἐς τὰ μάσσονα A.Pers. 440
; τὸ μηδὲν εἰς οὐδὲν ῥ. naught comes to naught, E.Fr. 532; ὁ χρησμὸς ἐς τοῦτο ῥ. Ar.Pl.51; ὁ γρῖφος ἐνταῦθα ῥ. Antiph.124.11.II trans., cause the scale to incline one way or the other, only in compds. ἐπιρρέπω, καταρρέπω, exc. that A. uses the [voice] Pass., τῶνδ' ἐξ ἴσου ῥεπομένων being equally balanced, Supp.405 (lyr.):—in B.16.25, ὅ τι μὲν ἐκ θεῶν μοῖρα παγκρατὴς ἄμμι κατένευσε καὶ Δίκας ῥέπει τάλαντον, ῥ. is prob. intrans. (sc. ἐπ' αὐτό). (Perh. cogn. with Lith. virpti 'quiver'.)
См. также в других словарях:
καταδιαβολή — καταδιαβολή, ἡ (Α) συκοφαντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δια βολή (< δια βάλλω)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
χιονιά — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Μαξιμιανού (245 – 310). * * * η, Ν 1. χιονιάς 2. χιονόμπαλα 3. βολή με χιονόμπαλα 4. μτφ. το λευκό χρώμα («τρελή σαν θες να φέρεις στα μαλλιά σου τη… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Πάτμος — Νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος, στο οποίο αναπτύχθηκε ένα από τα σπουδαιότερα μοναστικά κέντρα της Ανατολής και όπου εξορίστηκε ο Ιωάννης ο Θεολόγος, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, εκεί έγραψε την Αποκάλυψη και το Ευαγγέλιό του.… … Dictionary of Greek