-
1 διαστολή
διαστολῆι, διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc dat sg (epic ionic)διαστολήdrawing asunder: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 διαστολῇ
διαστολῆι, διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc dat sg (epic ionic)διαστολήdrawing asunder: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 διαστολή
διαστολήdrawing asunder: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 διαστολή
διαστολή, ῆς, ἡ (s. διαστέλλω; in var. senses since Anaximander 23 [? s. Aetius 3, 3, 1]; Eupolis, Fgm. 11, 15 Demiańczuk; ins, pap, LXX; PsSol 4:4; EpArist, Philo; Just., D. 20, 2) difference, distinction (so Chrysipp.: Stoic. II 158; Philod., De Pietate 123G; Ex 8:19 δώσω δ.; Philo, Mos. 2, 158—New Docs 2, 80 notes lack of evidence for this sense in ins and pap) Ro 3:22; δ. Ἰουδαίου τε καὶ Ἕλληνος distinction betw. a Jew and a Gentile 10:12. ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ δῷ if they (musical instruments) make no clear distinction in their tones 1 Cor 14:7 (s. Straub 83f).—DELG s.v. στέλλω. M-M. TW. -
5 διαστολή
-ῆς + ἡ N 1 3-0-0-0-2=5 Ex 8,19; Nm 19,2; 30,7; 1 Mc 8,7; PSal 4,4command, injunction, order Nm 19,2; distinction, discrimination Ps 4,4ἄνευ διαστολῆς without discrimination PSal 4,4; κατὰ τὴν διαστολὴν τῶν χειλέων αὐτῆς according to her explicit (verbal) statement or utterance Nm 30,7*1 Mc 8,7 διαστολὴν καὶ... a detailed list and... corr.? διασταλῆναι to be barred (from); *Ex 8,19 καὶ δώσω διαστολὴν ἀνὰ μέσον and I will put a division between, and I will distinguish between-בין פלת מתישׂו for MT בין פדת מתישׂו I will set redemption between?Cf. CAIRD 1968b=1972 124-125; GOLDSTEIN 1976, 353; HORSLEY 1982, 80; LE BOULLUEC 1989 34.127-8; →NIDNTT; TWNT -
6 διαστολή
A drawing asunder, dilatation, of the lungs, Arist.Aud. 800a35; of the heart, Gal.2.597; of the pulse, Id.8.736, al.; δ. χειλέων parting of the lips, i.e. utterance, LXX Nu.30.7.b separation, Thphr.CP3.16.3; notch or nick, Plu.Cic.1; boundary, fence, Tab.Heracl.2.46; fencing off,τῆς γῆς PAmh.2.40.25
(ii B. C.).2 distinction, Chrysipp.Stoic.2.158, LXX Ex.8.23, Epicur.Nat.28.7, Phld.Piet. 123, Ep.Rom.3.22;ἁγίων καὶ βεβήλων Ph.2.159
; μετὰ διαστολῆς προενεχθέντα with discrimination, Demetr.Lac.1014.48 F.; detailed statement or explanation, Plb.1.15.6;ἀξίους μνήμης καὶ δ. Id.16.14.2
, cf. SIG284.11 ([place name] Chios), Apollon.Cit.3; specification of items in an account, PRyl.65.17 (i B. C.); article in a contract, etc., PTheb.Bank6.8, 7.7.II Gramm., comma (as in ὅ, τι), D.T.629.2 in Music, distinctness, of notes, 1 Ep.Cor.14.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστολή
-
7 διαστολή
1) dilation2) expansionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαστολή
-
8 διαστολαί
διαστολήdrawing asunder: fem nom /voc pl -
9 διαστολήν
διαστολήdrawing asunder: fem acc sg (attic epic ionic) -
10 διαστολήι
διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc dat sg (epic ionic)διαστολῇ, διαστολήdrawing asunder: fem dat sg (attic epic ionic) -
11 διαστολῆι
διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc dat sg (epic ionic)διαστολῇ, διαστολήdrawing asunder: fem dat sg (attic epic ionic) -
12 συστολή
A drawing together, drawing up, contraction, σ. εἰς αὑτάς (of souls in pain) Plu.2.564b; [τὴν ψυχὴν] ποτὲ μὲν εἰς ἡδονὰς καὶ διαχύσεις ἄγεσθαι, ποτὲ δὲ εἰς οἴκτους καὶ συστολάς Ptol. Harm.3.7
; λύπη ἐστὶν ἄλογος ς. Stoic.3.95, cf. Thphr.Fr.77, Zeno Stoic.1.51, Epicur.Fr. 410; esp. in Medic., a contraction of the heart or lungs, opp. διαστολή, Herophil. ap. Placit.4.22.3;σφυγμός ἐστι διαστολὴ καὶ σ. καρδίας καὶ ἀρτηριῶν Gal.8.700
; of other organs, [ τῆς μήτρας] Sor.1.70b;συστολαί τινες ἀνειδεῖς εἰς ἄρθρα Alex.Trall. Verm.p.589
P., cf. Gal.18(2).128.4 Gramm., change of a long vowel into a short, e.g. ξερόν for ξηρόν, A.D.Synt.281.7;σ. Ἰωνικὴ ἢ ποιητική EM735.51
; also pronouncing as short a syllable that is strictly long, D.H.Comp.25, D.T.633.12, S.E.M.1.108.9 in fevers, remission, Alex.Trall.Febr.4; but also a chill, the cold stage of ague, Gal.7.428.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συστολή
-
13 διαστολής
διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom plδιαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom /voc plδιαστολήdrawing asunder: fem gen sg (attic epic ionic) -
14 διαστολῆς
διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom plδιαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom /voc plδιαστολήdrawing asunder: fem gen sg (attic epic ionic) -
15 διαστολαίς
-
16 διαστολαῖς
-
17 διαστολών
-
18 διαστολῶν
-
19 διαστολάς
διαστολά̱ς, διαστολήdrawing asunder: fem acc pl -
20 διάσταλσις
II = διαστολή, perh. to be read in Gal.8.736 for διάστασις.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάσταλσις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαστολή — drawing asunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
διαστολή — η 1. (φυσ.), το φυσικό φαινόμενο της αύξησης του όγκου των σωμάτων εξαιτίας της θέρμανσης: Η ικανότητα του σίδηρου για διαστολή είναι σε όλους γνωστή. 2. διόγκωση, αύξηση: Διαστολή της καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή … Dictionary of Greek
διαστολαῖς — διαστολή drawing asunder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολαί — διαστολή drawing asunder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολήν — διαστολή drawing asunder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολῶν — διαστολή drawing asunder fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek