-
21 διάστασις
A parting, separation (opp. ἕνωσις, Dam.Pr. 273),ὀρέων Hdt.7.129
;ὀστέων Hp.Art.20
, cf. Gal.19.461;φάραγγες καὶ δ. τῆς γῆς
fissures,Arist.
Mete. 350b36; breach in a barrier, Ph.Bel.98.31; opening,τῆς γένυος Aret.CD1.3
.b κεφαλῆς δ. splitting headache, ibid. (pl.), v.l. in Pl.R. 407c.d δ. κενεή retching, ib. 2.7.e = διαστολή, of the pulse, Zenoap.Gal.8.736.2 setting at variance,τοῖς νέοις ἐς τοὺς πρεσβυτέρους Th.6.18
, cf. Plu.Cor.16; cause of breach, Arist.Pol. 1303b15.5 divorce, Plu.Aem.5, etc.II Gramm., of vowels, διαίρεσις κατὰ διάστασιν (as in πάϊς) A.D.Pron.87.4.b τὰ κατὰ δ. forms written as two words, e.g. ἐμέθεν αὐτῆς ib.114.11.III interval, Pl.Ti. 36a, etc.; in Music, Aristox.Harm.p.4 M., al.; of space, extension, Arist.Top. 142b5, al.; dimension,τὰς αὐτὰς διαστάσεις εἰς βάθος εἰληφός Epicur.Nat.2.7
, cf. Gal.11.503, S.E.M.3.19;ἡ δ. ἡ τριχῇ
tridimensionality,Plot.
1.2.6, cf. 6.6.17, Porph.Sent.35, Dam.Pr. 375.IV = διακόσμησις, Antipho Soph.23. (Freq. confused with διάτασις, wh. shd. perh. be read in 1.1.b,c,d.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάστασις
-
22 συναγωγή
συνᾰγωγ-ή, ἡ,I of persons,ἀνδρὸς καὶ γυναικός Pl.Tht. 150a
; collecting, ὄχλων, ἀνδρῶν, etc., Plb.4.7.6, D.L.2.129, etc.;συμποσίου Ath.5.192b
; assembling, meeting,τῶν λογιστῶν IG12.91.9
, cf. Test.Epict.4.7.2 assembly, LXX Ex.12.3, OGI737.1 (Egypt, ii B.C.), etc.;τῶν συνέδρων IG5(1).1390.49
(Andania, i B.C.), cf. Test.Epict.4.25; place of assembly, esp. of the Jewish synagogue, Ev.Luc.8.41, Act.Ap.9.2, BCH 56.293 ([place name] Stobi), etc.; meeting-house,Μαρκιωνιστῶν OGI608.1
(Syria, iv A.D.); conventicle, Cod.Just.1.5.18.3.II of things, σ. [τῶν ἐκπεπταμένων] Hp.Off.11, cf. Epicur.Nat.14.4, etc.; opp. διαιρέσεις, Pl.Phdr. 266b; σ. πολέμου levying of war, Th.2.18; gathering in of harvest,τοῦ σίτου PCair.Zen.433.5
(iii B.C.), Plb.1.17.9, etc.;Χρημάτων Democr.222
, SIG410.14 (Erythrae, iii B.C.), Plb.27.12.2, cf. Phld.Oec.p.51 J.; (pl.), cf. Le.11.36; πύου Heras ap.Gal.13.815 (pl.);ξύλων PMich.Zen.84.15
(iii B.C.); harvest,ἑορτὴ συναγωγῆς LXX Ex.34.22
.2 drawing together, contracting, συναγωγὰς καὶ ἐκτάσεις στρατιᾶς forming an army in column or in line, Pl.R. 526d; contraction of ranks either in front or depth, Arr.Tact.11.3; αἱ τοῦ προσώπου ς. pursing up or wrinkling of the face, Isoc.9.44; ; bringing together, closing up of a wound, Gal.10.191;σ. τῶν μηρῶν Sor.2.41
;τῶν ὀφθαλμῶν Arist.Pr. 876b10
; opp. διαστολή, Id.Ph. 217b15; σ. ἔχειν, σ. λαμβάνειν, = συνάγεσθαι, Thphr.HP3.10.5, PCair.Zen.54.6 (iii B.C.), Str.8.2.3, cf. 12.2.4.3 collection,τῶν νόμων καὶ τῶν πολιτειῶν Arist.EN 1181b7
(pl.); of writings, D.H.2.27, Cic.Att.9.13.3, 16.5.5, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.114, Gal.12.836, Orib.1Prooem.2.5 conclusion, inference, Id.Rh. 1400b26, 1410a22, Gal.16.676, S.E.P.2.143, 170; cogent reasoning, Chrysipp.Stoic. 2.89; demonstration, Phld.Rh.1.91 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναγωγή
-
23 διαστέλλω
διαστέλλω (s. διαστολή; Hippocr., Pla. et al.; PLond I, 45, 29 [160/159 B.C.] p. 36; LXX; PsSol 2:34; TestReub 6:8; Philo, Mos. 2, 237; Jos., Bell. 5, 62; Just.; Ath. 23, 6) fut. διαστελῶ LXX; 1 aor. διέστειλα LXX. Mid.: impf. διεστελλόμην; 1 aor. διεστειλάμνην. Pass.: 2 fut. διασταλήσομαι LXX; 2 aor. διεστάλην LXX; pf. 3 sg. διέσταλται (Just., D. 10:3), ptc. διεσταλμένος LXX; ‘divide, distinguish’ (Gen 30:35; Just., D. 20, 2; Ath. 23, 6); in our lit. only mid. to define or express in no uncertain terms what one must do, order, give orders (cp. our colloq. ‘spell something out to someone’) (Pla., Rep. 7, 535b; Polyb. 3, 23, 5; Ezk 3:18f; Jdth 11:12 al.; EpArist 131) w. dat. of pers. (UPZ 42, 23 [162 B.C.]; 110, 211 [164 B.C.]; Sb 5675, 3; POxy 86, 10) Mk 7:36b; 8:15; Ac 15:24. W. dat. of pers. and ἵνα foll. Mt 16:20; Mk 7:36a; 9:9. διεστείλατο αὐτοῖς πολλά he gave them strict orders 5:43. Pass. τὸ διαστελλόμενον the command Hb 12:20 (cp. 2 Macc 14:28 τὰ διεσταλμένα).—Anz 326f. DELG s.v. στέλλω. M-M. TW.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαστολή — drawing asunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
διαστολή — η 1. (φυσ.), το φυσικό φαινόμενο της αύξησης του όγκου των σωμάτων εξαιτίας της θέρμανσης: Η ικανότητα του σίδηρου για διαστολή είναι σε όλους γνωστή. 2. διόγκωση, αύξηση: Διαστολή της καρδιάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαστολῇ — διαστολῆι , διαστολεύς instrument for examining cavities masc dat sg (epic ionic) διαστολή drawing asunder fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή … Dictionary of Greek
διαστολαῖς — διαστολή drawing asunder fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολαί — διαστολή drawing asunder fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολήν — διαστολή drawing asunder fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολῶν — διαστολή drawing asunder fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek