-
1 διαστολής
διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom plδιαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom /voc plδιαστολήdrawing asunder: fem gen sg (attic epic ionic) -
2 διαστολῆς
διαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom plδιαστολεύςinstrument for examining cavities: masc nom /voc plδιαστολήdrawing asunder: fem gen sg (attic epic ionic) -
3 διαστολή
-ῆς + ἡ N 1 3-0-0-0-2=5 Ex 8,19; Nm 19,2; 30,7; 1 Mc 8,7; PSal 4,4command, injunction, order Nm 19,2; distinction, discrimination Ps 4,4ἄνευ διαστολῆς without discrimination PSal 4,4; κατὰ τὴν διαστολὴν τῶν χειλέων αὐτῆς according to her explicit (verbal) statement or utterance Nm 30,7*1 Mc 8,7 διαστολὴν καὶ... a detailed list and... corr.? διασταλῆναι to be barred (from); *Ex 8,19 καὶ δώσω διαστολὴν ἀνὰ μέσον and I will put a division between, and I will distinguish between-בין פלת מתישׂו for MT בין פדת מתישׂו I will set redemption between?Cf. CAIRD 1968b=1972 124-125; GOLDSTEIN 1976, 353; HORSLEY 1982, 80; LE BOULLUEC 1989 34.127-8; →NIDNTT; TWNT -
4 διαστολή
A drawing asunder, dilatation, of the lungs, Arist.Aud. 800a35; of the heart, Gal.2.597; of the pulse, Id.8.736, al.; δ. χειλέων parting of the lips, i.e. utterance, LXX Nu.30.7.b separation, Thphr.CP3.16.3; notch or nick, Plu.Cic.1; boundary, fence, Tab.Heracl.2.46; fencing off,τῆς γῆς PAmh.2.40.25
(ii B. C.).2 distinction, Chrysipp.Stoic.2.158, LXX Ex.8.23, Epicur.Nat.28.7, Phld.Piet. 123, Ep.Rom.3.22;ἁγίων καὶ βεβήλων Ph.2.159
; μετὰ διαστολῆς προενεχθέντα with discrimination, Demetr.Lac.1014.48 F.; detailed statement or explanation, Plb.1.15.6;ἀξίους μνήμης καὶ δ. Id.16.14.2
, cf. SIG284.11 ([place name] Chios), Apollon.Cit.3; specification of items in an account, PRyl.65.17 (i B. C.); article in a contract, etc., PTheb.Bank6.8, 7.7.II Gramm., comma (as in ὅ, τι), D.T.629.2 in Music, distinctness, of notes, 1 Ep.Cor.14.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαστολή
См. также в других словарях:
διαστολῆς — διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom pl διαστολεύς instrument for examining cavities masc nom/voc pl διαστολή drawing asunder fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
Η γενική σχετικότητα — Είδαμε ότι σ’ ένα μη αδρανειακό σύστημα, όταν δεν ενεργούν εξωτερικές δυνάμεις, ένα σώμα δεν κινείται με ομοιόμορφη κίνηση, αλλά κινείται σαν να υπόκεινταν σε μια δύναμη (δύναμη αδράνειας) που είναι ανάλογη με τη μάζα του (μάζα αδράνειας). Κατά… … Dictionary of Greek
θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική … Dictionary of Greek
πυρέξ — Ειδικό γυαλί με μεγάλη ανθεκτικότητα στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, η οποία οφείλεται στον αρκετά χαμηλό συντελεστή διαστολής (λ = 0,0000032), περίπου τρεις φορές μικρότερο από τον συντελεστή διαστολής του κοινού γυαλιού. Aνάμεσα στα… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek