-
1 διαπτυχη
ἥ сгиб -
2 διαπτυχή
διαπτυχήfold: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
3 διαπτυχή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπτυχή
-
4 διαπτυχή
δια-πτυχή, ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, von zusammengefalteten Briefen -
5 διαπτυχαί
διαπτυχήfold: fem nom /voc pl -
6 διαπτυχάς
διαπτυχά̱ς, διαπτυχήfold: fem acc pl
См. также в других словарях:
διαπτυχή — fold fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπτυχαί — διαπτυχή fold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπτυχάς — διαπτυχά̱ς , διαπτυχή fold fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)