-
1 δια-πτυχή
δια-πτυχή, ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, Eur. I. A. 727. 793, von zusammengefalteten Briefen.
-
2 διαπτυχή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπτυχή
-
3 διαπτυχή
δια-πτυχή, ὴ, Falte, δέλτου, γραμμάτων, von zusammengefalteten Briefen -
4 διαπτυχη
ἥ сгиб -
5 πτύξ
πτύξ, ἡ, πτυχός, u. nachhom. Form πτυχή, alles mehrfaltig über einander Gelegte; gew. im plur., Falte, Schicht, Lage, Tafel, insofern mehrere über einander liegen; πέντε δ' ἄρ' αὐτοῦ ἔσαν σάκεος πτύχες, Il. 18, 481, vgl. 7, 247, Lagen des Schildes von Metall od. Leder, bei starken Schilden bis fünf od. sechs übereinandergelegt, vgl. 20, 269; Hes. Sc. 143. – Von Kleiderfalten, H. h. Cer. 176; εἵματος διὰ πτυχῶν, Soph. frg. 437; δάκρυσι νοτερὰν πέπλων πτύχα τέγξω, Eur. Suppl. 979; ἡ δ' ἐκραγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτύχας ἔφαινε μηρόν, Chairemon bei Ath. XIII, 608 e; ἐν πτυχαῖς βίβλων, Aesch. Suppl. 925, wie γραμμάτων πτυχὰς ἔχων, Soph. frg. 150; δέλτου, Eur. I. A. 98; vgl. πτυκτός. – Nach Poll. auch αἱ ϑύραι καὶ σανίδες. – Von Tiefen eines Gebirges, Schluchten, Thäler, Windungen u. Krümmungen, κατὰ πτύχας Οὐλύμποιο, Il. 11, 77, wie h. Merc. 326; τάχα δ' ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας, die windigen, stürmischen Schluchten des hohen Gebirges, Od. 19, 432; auch im sing., Il. 20, 22; h. Apoll. 269 Merc. 555; so bei Pind. Κρισαίαισιν ἐν πτυχαῖς, P. 6, 18; Πίνδου, 9, 15 (s. πτυχή); ναπαίαις ἐν Κιϑαιρῶνος πτυχαῖς, Soph. O. R. 1026; εἶμι Πηλίου πτύχας, Eur. Andr. 1278, u. öfter, der auch sagt ὦ φαεινὰς οὐρανοῠ ναίων πτύχας, Phoen. 84, πρὸς αἰϑέρος πτύχας, Hel. 611, vgl. Or. 1631; κατὰ σπλάγχνων πτύχας, Suppl. 212; ἢ γῆς ἢ πόντου ἐν πτυχαῖς, Plat. En. II, 312 d. – Nach Schol. Ap. Rh. 1, 1089 ist πτυχή am Schiffe ὅπου τὸ τῆς νεὼς ἐπιγράφεται ὄνομα, also eine Tafel mit dem Namen des Schiffes; nach Poll. 1, 86 auch πτυχίς.
-
6 πτύσσω
πτύσσω, - ομαιGrammatical information: v.Meaning: `to plead, to fold (up)', midd. `to fold round oneself' (Il.).Other forms: Fut. πτύξω, - ομαι, aor. πτύξαι, - ασθαι, pass. πτυχθῆναι, πτυγῆναι, perf. πέπτυγμαι, ἔπτ-.Derivatives: 1. πτυκτός `folded' (Ζ 169 a.o.; Ammann Μνήμης χάριν 1, 13) with πυκτή f. ( Cod. lnst.), πυκτ-ίς f. (AP, Gal.), - ίον n. (sch., Suid.) `tablet' (dissim. from πτ-; Schwyzer 260). 2. πτύγμα ( πρόσ-, περί- u.a.) n. `fold, loop of a garment, compress' (Ε 315, E., Arist., medic.) with ( προσ-)πτυγμάτ-ιον n. `compress' (medic. 3. πτύξις ( ἀνά-, διά- a.o.) f. `the folding, fold' (Hp., Arist.). -- Besides πτύχ-ες pl., acc. - ας, sg. dat. -ί (Hom.), acc. -α (E. in lyr.) f.; with enlargement πτυχ-ή, mostly pl. - αί f. (posthom. poet.) `fold, ply, layer', metaph. `gorge, valley'; it functions also as verbal noun to πτύσσω, esp. to the prefixcompp. (e.g. ἀνα-πτύσσω: ἀναπτυχ-ή); as 2. member in δί-, τρί-, πολύ-πτυχος (Il.; Sommer Nominalkomp. 65 f.), with transfer in the σ-stems, partly taken as verbal, in περι-πτυχ-ής `folding round' (S.), δι-πτυχ-ής (Arist.) a.o. From πτυχή: 1. πτυχ-ίς, - ίδος ( ὑπο-) f. `layer, joint' (Plu.); 2. - ιον n. `folded table etc.' (Hdn. Gr., pap.), - ιος = πτυκτός (EM); 3. - ώδης `fold-like, ply-like' (Arist.); 4. Πτυχ-ία f. n. of an island near Corcyra (Th.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Beside πτύσσω there are also quite rarely forms with - ττ- ( δια-πτύττω Pl. Legg. 858e, προσ-ανα- πτύσσω Arist.); so - σσ- rather Ionism than to avoid τ: ττ (Schwyzer 319 n. 1; cf. 755 n. 2) ? As Yot-present πτύσσω stands for *πτύχ-ι̯ω; so it can be taken as denominative to πτύχ-ες. --Etymolog. unclear. The connection with the unclear Skt. pyúkṣṇa- (only in the comp. pyúkṣṇa-veṣṭita-), which goes back on Brugmann Grundr.2 I 277, is for several reasons very suspect; s. Mayrhofer s.v. On other hypothesen s. Bq s.v., WP. 1, 189, W.-Hofmann s. fugiō (everywhere rightly rejected). Cf. also Merlingen Μνήμης χάριν 2, 57. -- Furnée 318 considers the word a Pre-Greek, which may well be correct, but his connection with πυκ-νός etc. is not convincing.Page in Frisk: 2,616-617Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πτύσσω
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… … Dictionary of Greek
πτύσσω — ΝΑ 1. διπλώνω, μαζεύω, τυλίγω (α. «πτύσσω τα ιστία» β. «πτυσσόμενα έπιπλα» γ. «καὶ πτύξας τὸ βιβλίον ἀποδοὺς τῷ ὑπηρέτη», ΚΔ δ. «ἡ μὲν τὸν πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα», Ομ. Οδ.) 2. (μέσ. και παθ.) πτύσσομαι σχηματίζω πτυχώσεις, κάνω πτυχές νεοελλ … Dictionary of Greek