-
1 διαπτυχή
διαπτυχήfold: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
2 διαπτυχή
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπτυχή
-
3 διαπτυχαί
διαπτυχήfold: fem nom /voc pl -
4 διαπτυχάς
διαπτυχά̱ς, διαπτυχήfold: fem acc pl
См. также в других словарях:
διαπτυχή — fold fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπτυχαί — διαπτυχή fold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπτυχάς — διαπτυχά̱ς , διαπτυχή fold fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)