-
1 διαπέτομαι
διαπέτομαι ( [full] διΐπταμαι Hdn., v.infr.), [tense] aor.- επτάμην (v. infr.): [tense] aor. [voice] Act.A- έπτην Luc.DMeretr.9.4
: [tense] pres.διαπέταται S.OT 1310
(lyr.) is f.l. for διαπωτᾶται:—fly through,διὰ δ' ἔπτατο πικρὸς ὀϊστός Il.5.99
;ὁρᾷς τὸν ἁβρὸν οὗ βέλος διέπτατο E.Supp. 860
;δ. διὰ τῆς πόλεως Ar.Av. 1217
: c. acc., E.Med.1, Ar.V. 1086.III of a report, fly in all directions,διϊπταμένη ἡ φήμη Hdn.2.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαπέτομαι
-
2 διαπέτομαι
διαπέταμαιpres ind mp 1st sg -
3 διαπέτομαι
δια - πέτομαι, aor. διέπτατο: fly through, fly away out, Od. 1.320.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διαπέτομαι
-
4 διέπτατο
A v. διαπέτομαι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέπτατο
-
5 διίπταμαι
A = διαπέτομαι, Arist.Mir. 839a23, Hdn.2.8.7, Luc.Am.6, Max.Tyr.22.6; [tense] impf.διιπτάμην J.BJ3.7.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διίπταμαι
-
6 διέπτατο
διέπτατο: see διαπέτομαι.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διέπτατο
См. также в других словарях:
διαπέτομαι — (Α) [πέτομαι] 1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας 2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι 3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού … Dictionary of Greek
διαπέτομαι — διαπέταμαι pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
συνδιαπέτομαι — Α (αποθ.) διατρέχω πετώντας μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπέτομαι «πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας»] … Dictionary of Greek
ԹՌՉԻՄ — (թռեայ, թռի՛ր, թռուցեալ. գտանի եւ թռեալ.) NBH 1 0823 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 14c չ. πέτομαι, πέταμαι , διαπέτομαι եւն. volo, avolo, evolo, volito. Ասի եւ ԹՌԱՆԻԼ, ԹՌՆՈՒԼ. Թռիչս առնուլ. սլանալ թեւաւորաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)