Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διανοίης

См. также в других словарях:

  • διανοίης — διάνοια thought fem gen sg (epic ionic) διαίνω wet fut opt act 2nd sg διανάω flow through pres opt act 2nd sg (epic ionic) διανέω swim across pres opt act 2nd sg διανέω swim across pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορθοδότειρα — ὀρθοδότειρα, ἡ (Α) φρ. «ὀρθοδότειρα διανοίης» αυτή που παρέχει ορθή κρίση, που δίνει ορθή διάνοια, ορθή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + δότειρα, θηλ. τού δοτήρ (< δίδωμι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»