Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

διαμορφώνομαι

  • 1 образовать

    образовать, образовывать 1) σχηματίζω, διοργανώνω 2) (формировать) διαμορφώνω \образоваться 1) σχηματίζομαι, διοργανώνομαι 2) (формироваться) διαμορφώνομαι
    * * *
    = образовывать
    1) σχηματίζω, διοργανώνω
    2) ( формировать) διαμορφώνω

    Русско-греческий словарь > образовать

  • 2 образоваться

    1) σχηματίζομαι, διοργανώνομαι
    2) ( формироваться) διαμορφώνομαι

    Русско-греческий словарь > образоваться

  • 3 определить

    определить
    сов, определять несов
    1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:
    \определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·
    2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·
    3. мат καθορίζω:
    \определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·
    4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·
    5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:
    хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·
    6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:
    \определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·
    7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·
    8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:
    \определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться
    1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·
    2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι,

    Русско-новогреческий словарь > определить

  • 4 устанавливаться

    устанавливать||ся
    1. (утверждаться, входить в силу) ἐπικρατώ, καθιερώνομαι, θεσπίζομαι:
    давно́ уже установился обычай... ἀπό καιρό ἐπεκράτησε ἡ συνήθεια...· установилась тишина ἐπεκράτησε σιγή· погода установилась ὁ καιρός ἔστρωσε·
    2. (сложиться, сформироваться) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι:
    голос у него́ еще не установился ἡ φωνή του ἀκόμα δέν διαμορφώθηκε.

    Русско-новогреческий словарь > устанавливаться

  • 5 формированиеть

    формирование||ть
    несов σχηματίζω, διαμορφώνω, διαπλάθω, συγκροτώ:
    \формированиетьть правительство σχηματίζω κυβέρνηση· \формированиетьть полк σχηματίζω (или συγκροτῶ)σύνταγμα \формированиетьться σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, συγκροτοῦμαι.

    Русско-новогреческий словарь > формированиеть

  • 6 формироваться

    [φαρμιραβάτσα] ρ. σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι

    Русско-греческий новый словарь > формироваться

  • 7 формироваться

    [φαρμιραβάτσα] ρ σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι

    Русско-эллинский словарь > формироваться

  • 8 выковать

    -кую, -куешь
    ρ.σ.μ.
    σφυρηλατώ, σφυροκοπώ, χαλκεύω. || μτφ. διαπλάθω, διαμορφώνω, εξασκώ. || επεξεργάζομαι.
    σφυρηλατούμαι. || μτφ. διαπλάθομαι, διαμορφώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выковать

  • 9 выработать

    ρ.σ.μ.
    1. παράγω, κατασκευάζω, φτιάχνω. || καλλιτεχνώ, φιλοτεχνώ. || μτφ. καλλιεργώ, δουλεύω. || μτφ. διαπαιδαγωγώ, αναπτύσσω, διαμορφώνω•

    выработать выдержку и настойчивость διαπαιδαγωγώ στην καοτερία και υπομονή.

    || εξασκώ•

    выработать лошадь εξασκώ το άλογο.

    2. επεξεργάζομαι, εκπονώ, δουλεύω.
    3. βγάζω χρήματα, κερδίζω.
    4. εξαντλώ•

    рудник был -ан το μεταλλείο εξαντλήθηκε.

    1. επεξεργάζομαι• εκπονούμαι. || γίνομαι, καθίσταμαι, διαμορφώνομαι.
    2. (για μεταλλεία) εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > выработать

  • 10 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 11 отлить

    отолью, отольшь, παρλθ. χρ. отлил, отлила отлило, προστκ. отли,ав. μτχ. παρλθ. χρ. отлитый, βρ: отлит, отлита, отлито
    ρ.σ.μ. (με γεν. κ. αιτ.).
    1. εκχύνω, ξεχύνω• αδειάζω ρίχνω.
    2. αντλώ, βγάζω•

    отлить воду из котлована βγάζω νερό από το λάκκο.

    3. (για νερό, κύμα κ.τ.τ.) γυρίζω, κυλώ πίσω επιστρέφω.
    4. συνεφέρω χύνοντας νερό.
    5. (απλ.) βρέχω, καταβρέχω μουσκεύω.
    6. (τεχ.) χύνω, εκτυπώνω•

    отлить колокол χύνω καμπάνα•

    отлить статую χύνω άγαλμα•

    отлить детали χύνω εξαρτήματα.

    (για μέταλλα) χύνομαι, εκτυπώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, παίρνω τη μορφή.
    εκφρ.
    отольются волку овечьи ή кошке мышкины слёзки; отольются чьи слёзы (слёзки) кому – εκδικούμαι, βγάζω το άχτι μου θα -κλάψει και η δική σου μάνα• έσεται ήμαρ, θά ρθειη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > отлить

  • 12 сложить

    сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•

    сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•

    сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.

    2. προσθέτω•

    сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•

    сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.

    3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•

    сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.

    4. χτίζω•

    сложить пчку χτίζω θερμάστρα.

    5. συνθέτω•

    сложить песню συνθέτω τραγούδι•

    сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).

    6. διπλώνω•

    сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.

    || συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•

    сложить нож κλείνω το σουγιά.

    || συμπτύσσω• σταυρώνω•

    сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•

    сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.

    7. κατεβάζω, αποθέτω•

    сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.

    || παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).
    8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.
    εκφρ.
    сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•
    сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•
    сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•
    сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•
    сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).
    1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).
    2. συντίθεμαι.
    3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•

    у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•

    -лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.

    || παίρνω τροπή, φάση, στροφή•

    обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.

    4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•

    характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.

    || αποκτιέμαι.
    5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.
    6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).
    7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση).

    Большой русско-греческий словарь > сложить

  • 13 слоить

    слою, слоишь
    ρ.δ.μ. βάζω, τοποθετώ κατά στρώματα.
    διαμορφώνομαι κατά στρώματα• μπαίνω, τοποθετούμαι κατά στρώματα.

    Большой русско-греческий словарь > слоить

  • 14 установить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. установленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. εγκατασταίνω, τοποθετώ, εγκαθιδρύω•

    установить машину εγκατασταίνω μηχανή.

    || κανονίζω•

    установить орудия по прицелу κανονίζω τη σκόπευση τωνπυροβόλων.

    || αποκατασταίνω, αποκαθιστώ•

    установить связь αποκατασταίνω τη σύνδεση (επικοινωνία).

    || συνταυτίζω, φέρω σε αντ ιστό ιχία, αντ ιστοιχώ.
    2. καθιερώνω, βάζω σε εφσ.ρμογή•

    установить наблюдение за подозрительными лицами βάζω υπο παρακολούθηση ύποπτα πρόσωπα.

    3. ορίζω, καθορίζω• βάζω•

    установить цену καθορίζω την τιμή•

    установить расписание καθορίζω το ωρολόγιο πρόγραμμα.

    4. επιβάλλω•

    установить тишину επιβάλλω ησυχία•

    установить порядок επιβάλλω τάξη.

    5. προσδιορίζω, καθορίζω, εξακριβώνω, διαπιστώνω•

    из-за тумана мы не смогли установить силы врага λόγω της ομίχλης δεν μπορέσαμε να προσδιορίσομε τις εχθρικές δυνάμεις.

    6. βλ. уставить (4 σημ.).
    1. (απλ.) τοποθετούμαι, μπαίνω, χωρώ.
    2. καθιερώνομαι θεσπίζομαι•

    -лся обычай έγινε συνήθεια.

    || επικρατώ•

    -лся порядок επεκράτησε τάξη•

    -лась тишина επεκράτησε ησυχία.

    || σταθεροποιούμαι•

    погода -лась ο καιρός σταθεροποιήθηκε.

    || μπαίνω σε εφαρμογή, πραγματοποιούμαι• αποκατασταίνομαι•

    мвду центром и периферией -лась прочная связь αναμεαα στο κέντρο και την περιφέρεια αποκαταστάθηκε μόνιμη σύνδεση (ή επικοινωνία).

    3. διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι•

    он ещё не -лся αυτός ακόμα δε διαμορφώθηκε•

    голос у него не вполно -лось η φωνή του ακόμα δε διαμορφώθηκε πλήρως.

    4. βλ. уставиться (4 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > установить

  • 15 формировать

    -рую, -руешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. формированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• σχηματίζω, δίνω σχήμα, μορφή, διαμορφώνω, διαπλάσσω• πλάθω, φορμάρω•

    формировать произведение δίνω μορφή στο έργο•

    формировать снова ανασχηματίζω•

    суровая жизнь -рует сильные характеры η σκληρή ζωή διαμορφώνει ισχυρούς χαρακτήρες.

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, συγκροτώ•

    формировать правительство σχηματίζω κυβέρνηση•

    формировать дивизию συγκροτώ μεραρχία.

    1. σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι.
    2. δημιουργούμαι, συγκροτούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > формировать

См. также в других словарях:

  • διαμορφώνομαι — διαμορφώνομαι, διαμορφώθηκα, διαμορφωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • διασφαιρούμαι — διασφαιροῡμαι ( όομαι) (Α) διαμορφώνομαι σε σχήμα σφαίρας …   Dictionary of Greek

  • διεκπίπτω — (Μ διεκπίπτω) [εκπίπτω] μσν. νεοελλ. (για παροιμίες, φράσεις, λέξεις κ.λπ.) παίρνω άλλη σημασία, διαμορφώνομαι αρχ. 1. εξέρχομαι, ξεφεύγω μέσα από κάτι 2. διαφεύγω, ξεφεύγω 3. αφιδρώνω 4. καταφεύγω («φυγεῑν ἐκ Κορίνθου καὶ διεκπεσεῑν εἰς Θήβας»)… …   Dictionary of Greek

  • εκκολάπτω — (AM ἐκκολάπτω) (για πουλιά) προκαλώ την έξοδο τών νεοσσών από τα αβγά νεοελλ. 1. ( ομαι) (για πρόσωπα) προγυμνάζομαι, διαμορφώνομαι 2. (για κακές πράξεις) ωριμάζω και εμφανίζομαι, συντελούμαι …   Dictionary of Greek

  • ερωτοποιούμαι — ἐρωτοποιοῡμαι, έομαι (Α) σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι έτσι ώστε να προκαλώ τον έρωτα, να σαγηνεύω («ἐρωτοποιημένῳ προσώπῳ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + ποιούμαι] …   Dictionary of Greek

  • ιδιωτίζομαι — ἰδιωτίζομαι (Μ) [ιδιώτης] (για λέξη) διαμορφώνομαι ή προφέρομαι με τον τρόπο τής κοινής γλώσσας, τής καθημερινής ομιλίας …   Dictionary of Greek

  • κυώ — κυῶ, έω (Α) 1. έχω στην κοιλιά μου, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («ἡ δ ἐκύει φίλον υἱόν», Ομ. Ιλ.) 2. μένω έγκυος, συλλαμβάνω («κατακλίνεταί τε παρ αὐτῷ καὶ ἐκύησε τὸν Ἔρωτα», Πλάτ.) 3. (για καρπό) διαμορφώνομαι, σχηματίζομαι («ἔχει δὲ ἅμα καὶ τὸν νέον …   Dictionary of Greek

  • μεταπλάθω — και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι) πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… …   Dictionary of Greek

  • ρυθμώ — (I) όω και μέσ. ιων. τ. ῥυσμοῡμαι, όομαι, Α [ῥυθμός / ῥυσμός] 1. ρυθμίζω, βάζω κάτι σε ρυθμό 2. παθ. ῥυθμοῡμαι, όομαι σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι σύμφωνα με ορισμένο τύπο. (II) έω, Α [ῥυθμός] 1. πιθ. ρυθμίζω 2. καθορίζω ποινή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»