-
1 образовать
образовать, образовывать 1) σχηματίζω, διοργανώνω 2) (формировать) διαμορφώνω \образоваться 1) σχηματίζομαι, διοργανώνομαι 2) (формироваться) διαμορφώνομαι* * *= образовывать1) σχηματίζω, διοργανώνω2) ( формировать) διαμορφώνω -
2 образоваться
1) σχηματίζομαι, διοργανώνομαι2) ( формироваться) διαμορφώνομαι -
3 организовать
-зуго, -зуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. организованный, βρ: -ван, -а, -оρ.δ. κ. σ.μ.1. οργανώνω συγκροτώ•организовать спортивное общество οργανώνω αθλητικό σύλλογο•
организовать комитет συγκροτώ επιτροπή.
|| μτφ. (προ)ετοιμάζω.2. διοργανώνω.3. τακτοποιώ, διευθετώ•организовать свой труд οργανώνω την εργασία μου.
1. οργανώνομαι.2. διοργανώνομαι.3. τακτοποιούμα ι, διευθετούμαι,.
См. также в других словарях:
διοργανώνομαι — διοργανώνομαι, διοργανώθηκα, διοργανωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συντάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συντάττω και ξυντάσσω Α [τάσσω] 1. (ιδίως σχετικά με στρατό) βάζω στη σειρά, παρατάσσω 2. διατυπώνω κάτι εγγράφως, συγγράφω (α. «συντάσσω συμβόλαιο» β. «αὐτὸς ἄχρι τῆς ἑσπέρας ἔγραφε συντάττων ἐπιτομὴν Πολυβίου», Πλούτ.) 3. γραμμ … Dictionary of Greek