-
1 διακρίνω
[диакрино] р. различать, распознавать, замечать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διακρίνω
-
2 различить
различить 1) (провести различие) ξεχωρίζω, διακρίνω 2) (распознать) διακρίνω* * *1) ( провести различие) ξεχωρίζω, διακρίνω2) ( распознать) διακρίνω -
3 различать
различатьнесов1. (проводить различие) ξεχωρίζω, διακρίνω·2. (распознавать) διακρίνω:\различать в темноте διακρίνω στό σκοτάδι. -
4 выделить
выделить, выделять 1) (отделить) ξεχωρίζω· παραχωρώ (предоставить) 2) (отличить) διακρίνω· σημειώνω (подчёркивать) 3) (средства и т. л.) παραχωρώ \выделиться 1) ξεχωρίζω 2) (отличиться) διακρίνομαι* * *= выделять1) ( отделить) ξεχωρίζω; παραχωρώ ( предоставить)2) ( отличить) διακρίνω; σημειώνω ( подчёркивать)3) (средства и т. п.) παραχωρώ -
5 заметить
-
6 отличить
-
7 увидать
-
8 заметить
-мечу, -метишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замеченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.1. παρατηρώ, βλέπω, διακρίνω• παρακολουθώ•заметить за движениями неприятеля παρακολουθώ τις κινήσεις του εχθρού.
|| ξεχωρίζω, διακρίνω. || αντιλαμβάνομαι, προσέχω•он первый -ил эту ошибку αυτός πρώτος παρατήρησε αυτό το λάθος.
2. σημειώνω, βάζω σημάδι, σημαδεύω•дорогу βάζω σημάδια στο δρόμο (για αναγνώριση).
3. κάνω παρατήρηση, επιστήνω την προσοχή. || μέμφομαι, επικρίνω, κάνω παρατήρηση.εκφρ.дать заметить – παλ. δίνω να καταλάβει. -
9 разобрать
разберу, разбершь, παρλθ. χρ. разобрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разобранный, βρ: -бран, -а, -оρ.σ.μ.1. πιάνω, παίρνω, αδράζω• αρπάζω•-ли цопы и начали молотить πήραν τα δάρτια και άρχισαν να στουμπίζουν.
|| αναρπάζω, αγοράζω βιαστικά.2. τακτοποιώ, διευθετώ. || ξεχωρίζω, ταξινομώ.3. διερευνώ, εξετάζω, ελέγχω•разобрать д-ло εξετάζω την υπόθεση•
разобрать вопрос εξετάζω το ζήτημα.
4. λύνω, διαλύω, διαμελίζω•разобрать пуле-мт λύνω το πολυβόλο.
|| χαλνώ, ρίχνω κάτω• γκρεμίζω•разобрать крышу χαλνώ τη στέγη•
печку χαλνώ τη θερμάστρα.
5. αναλύω, κάνω ανάλυση•разобрать картину κάνω ανάλυση της εικόνας•
разобрать предложение по частям речи κάνω γραμματική ανάλυση της πρότασης (τεχνολογία).
6. ξεχωρίζω, διακρίνω, γνωρίζω, βγάζω• καταλαβαίνω•разобрать почерк βγάζω το γραφικό χαρακτήρα-- в темноте διακρίνω στο σκοτάδι•
разобрать вкуса ξεχωρίζω τη γεύση.
7. κυριεύω, πιάνω, κατέχω (για αισθήματα, επιθυμία κ.τ.τ.).1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι.2. καταλαβαίνω, εννοώ, εισέρχομαι (μπαίνω) στο νόημα.3. (στρατ.) συντάσσομαι. -
10 заметить
1. (увидеть, приметить) παρατηρώ, ξεχωρίζω, βλέπω, διακρίνω 2. (отме-тить признаки, запомнить) αντιλαμβάνομαι, προσέχω 3. (сделать метку, пометить) σημειώνω, σημαδεύω 4. (сделать замечание, сказать) κάνω παρατήρηση, προβαίνω σε παρατήρηση, σημειώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заметить
-
11 различать
ξεχωρίζω, διακρίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > различать
-
12 распознать
1. (узнать по каким-л. признакам) διακρίνω 2. (различить, узнать) αναγνωρίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распознать
-
13 выделять
выделятьнесов1. (отбирать) διαλέγω, ξεχωρίζω, ἐκλέγω·2. (отличать) διακρίνω, ξεχωρίζω/ ὑπογραμμίζω, σημειώνω (подчеркивать)·3. (имущество и т. п.) παραχωρώ, (ξε)χωρίζω·4. фи-виол. ἐκκρίνω·5. хим. βγάζω, ἐξάγω. -
14 дифференциацияировать
дифференциация||ироватьсов и несов1. διαφοροποιώ, διακρίνω, διαστέλλω·2. мат διαφορίζω. -
15 отличать
отличатьнесов διακρίνω, διαστέλλω, ξεχωρίζω. -
16 примечать
примечатьнесов разг1. παρατηρώ, προσέχω, ἀντιλαμβάνομαι, διακρίνω·2. (наблюдать) παρακολουθώ, προσέχω κάποιον. -
17 разглядеть
разглядетьсов1. διακρίνω, ξεχωρίζω·2. перен ἀντιλαμβάνομαι, βρίσκω, ἀνακαλύπτω. -
18 разграничивать
разграничиватьнесов, разграничить сов ὁροθετώ, τοποθετώ ὁρόσημα, διαχωρίζω, διακρίνω. -
19 распознавать
распознаватьнесов, распознать сов διακρίνω, μαθαίνω, (άνα)γνωρίζω, διαγι-γνώσκω:\распознавать чьи-л. намерения μαθαίνω τους σκοπούς κάποιου· \распознавать болезнь κάνω διάγνωση τής ἀρρώστειας. -
20 рассмотреть
рассмотре||тьсов1. см. рассматривать 1, 2·2. (различить) διακρίνω.
См. также в других словарях:
διακρίνω — διακρίνω, διέκρινα βλ. πίν. 172 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διακρίνω — διακρί̱νω , διακρίνω separate one from another aor subj act 1st sg διακρί̱νω , διακρίνω separate one from another pres subj act 1st sg διακρί̱νω , διακρίνω separate one from another pres ind act 1st sg διακρί̱νω , διακρίνω separate one from… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρινῶ — διακρῐνῶ , διακρίνω separate one from another aor subj pass 1st sg (attic epic doric) διακρῐνῶ , διακρίνω separate one from another fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακρίνω — (AM διακρίνω) 1. κάνω διάκριση, ξεχωρίζω, διαστέλλω κάτι από κάτι άλλο 2. παρατηρώ, ξεχωρίζω 3. βλέπω καθαρά 4. ερμηνεύω, εξηγώ (όνειρα, χρησμούς κ.λπ.) 5. ( ομαι) ξεδιαλύνω τις σκέψεις μου, αναλογίζομαι νεοελλ. 1. φροντίζω 2. διακρίνομαι… … Dictionary of Greek
διακρίνω — διέκρινα, διακρίθηκα, διακεκριμένος 1. αντιλαμβάνομαι τη διαφορά με το νου ή με τις αισθήσεις, ξεχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, αναγνωρίζω: Ο δάσκαλος τον διακρίνει από τους υπόλοιπους μαθητές. 2. χαρακτηρίζω: Η συμπεριφορά του διακρίνεται από πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διακεκριμένα — διακρίνω separate one from another perf part mp neut nom/voc/acc pl διακεκριμένᾱ , διακρίνω separate one from another perf part mp fem nom/voc/acc dual διακεκριμένᾱ , διακρίνω separate one from another perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακέκρισθον — διακρίνω separate one from another perf ind mp 3rd dual διακρίνω separate one from another perf ind mp 2nd dual διακρίνω separate one from another plup ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκριμέναι — διακρίνω separate one from another perf part mp fem nom/voc pl διακεκριμένᾱͅ , διακρίνω separate one from another perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκριμένον — διακρίνω separate one from another perf part mp masc acc sg διακρίνω separate one from another perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκριμένων — διακρίνω separate one from another perf part mp fem gen pl διακρίνω separate one from another perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκρίμεθα — διακρίνω separate one from another perf ind mp 1st pl διακρίνω separate one from another plup ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)