Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

διακρίνομαι

  • 1 отличить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отличенный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. διακρίνω• ξεχωρίζω•

    отличить правду от лжи ξεχωρίζω την αλήθεια από το ψέμα•

    его не -чишь от брата αυτόν δεν μπορείς να τον ξεχωρήσεις από τον αδερφό του (μοιάζει καταπληκτικά).

    2. βραβεύω παρασημοφορώ.
    διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    он -лся храбростью αυτός διακρίθηκε για τη γενναιότητα•

    отличить в науках διακρίνομαι στις επιστήμες•

    отличить в бой διακρίνομαι στη μάχη.

    || διαπρέπω.

    Большой русско-греческий словарь > отличить

  • 2 отличаться

    отличать||ся
    (быть непохожим на других) διακρίνομαι, ξεχωρίζω, εἶμαι διαφορετικός (ἀπό):
    \отличатьсяся сообразительностью διακρίνομαι γιά τήν ἐφευρετικότητα μου.

    Русско-новогреческий словарь > отличаться

  • 3 отличать

    ρ.δ.
    βλ.
    1. βλ. отличить.
    2. ξεχωρίζω, διακρίνω, κάνω να ξεχωρίζει.
    3. προτιμώ, δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση ή προσοχή.
    1. βλ. отличиться.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω•

    отличать умом διακρίνομαι για το πνεύμα(εξυπνάδα).

    Большой русско-греческий словарь > отличать

  • 4 смотреть

    смотрю, смотришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. смотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. βλέπω, κοιτάζω, θωρώ• παρατηρώ•

    смотреть в дэль κοιτάζω μακριά στο βάθος•

    смотреть на часы κοιτάζω το ωρολόγι•

    смотреть в зеркало κοιτάζω στον καθρέφτη•

    смотреть в бинокль παρατηρώ με τη διόπτρα•

    новую кинокартину βλέπω νέα κινηματογραφική ταινία.

    || μτφ. σκέπτομαι, στοχάζομαι•

    смотреть в будущее κοιτάζω στο μέλλον.

    || μτφ. δίνω προσοχή•

    вы на это не -ите εσείς αυτό μην το κοιτάτε (μη δίνετε προσοχή).

    2. μτφ. ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι, προσέχω. || μτφ. θεωρώ, λογίζω. || υπολογίζω, υποθέτω.
    3. επιβλέπω, παρακολουθώ•

    смотреть за детьми κοιτάζω τα παιδιά.

    || εξετάζω•

    доктор -ел сольного ο γιατρός κοίταξε τον άρρωστο.

    || (παλ.) επιθεωρώ•

    генерал -ел полк ο στρατηγός επιθεώρησε το σύνταγμα.

    4. είμαι εστραμμένος•

    окна -ят в сад τα παράθυρα βλέπουν προς τον κήπο•

    пулемты -ят ва вражеские позиции τα πολυβόλα είναι εστραμμένα κατά των εχθρικών θέσεων.

    5. διαφαίνομαι, διακρίνομαι.
    6. με μερικά ουσ. σημαίνει: ομοιάζω• θυμίζω•

    смотреть зверем κοιτάζω σαν θηρίο•

    смотреть сентябрм μοιάζω με τον Σεπτέμβρη•

    смотреть сычом μοιάζω με το μπούφο.

    7. θέλω να γίνω•

    она в невесты смотретьит αυτή θέλει να γίνει νύφη (να παντρευτεί).

    8. προστκ. -и, -те κοίτα, -άτε: α) φυλάξου, πρόσεξε, β) σημαίνει θαυμασμό• για (ι)δές.
    9. προστκ.κ. 2ο πρόσ. ενστ. -ишь ως παρνθ. λ. α) βλέπε, βλέπεις• στο μεταξύ, β) πολύ πιθανόν, πιθανότατα.
    10. -ю, -им ως παρνθ. λ. βλέπω, -ομε• τι να δω, δούμε.
    εκφρ.
    смотреть в гроб (в могилу) – είμαι προς το τέλος, είμαι του θανατά•
    смотреть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•
    смотреть за собой – φροντίζω (περιποιούμαι) τον εαυτό μου•
    смотреть не на что – δεν. αξίζει να κοιτάζεις• смотреть (с надеждой) на кого-что στηρίζω τις ελπίδες στον, στο•
    смотреть смертиβλ. στη λ. смерть- -я как; -я где; -я когда κ.τ.τ. εξαρτάται από το πως, που, πότε•
    - я по чему – κρίνοντας από το ότι•
    что (чего) -ит? куда -ит! – τι κοιτάζει; που κοιτάζει; (γιατί δεν προσέχει, δε φροντίζει).
    1. κοιτάζομαι, βλέπομαι•

    смотреть в зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη.

    2. απρόσ. φαίνομαι• διακρίνομαι•

    фильм хорошо -ится το φιλμ καλά φαίνεται.

    Большой русско-греческий словарь > смотреть

  • 5 выделяться

    1. (о металле при электролизе на аноде или катоде) κατακάθομαι, εμφανίζομαι 2. (обособляться, отделяться) ξεχωρίζω, αποσπώμαι 3. (отличаться) αναδεικνύομαι, διακρίνομαι 4. физиол. εκκρίνομαι 5. хим. εκλύομαι, απελευθερώνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выделяться

  • 6 просвечивать

    1. (с помощью лучей сделать видимым внутренность кого-, чего-л.) φεγγίζω 2. (в зависимости от вида радиации) φωτίζω, διαφέγγω, ακτινοσκοπώ, εξετάζω με ακτίνες Засветиться сквозь что-л) διαφέγγω, διαφωτίζω 4. (виднеться сквозь что-л.) διακρίνομαι.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > просвечивать

  • 7 выделить

    выделить, выделять 1) (отделить) ξεχωρίζω· παραχωρώ (предоставить) 2) (отличить) διακρίνω· σημειώνω (подчёркивать) 3) (средства и т. л.) παραχωρώ \выделиться 1) ξεχωρίζω 2) (отличиться) διακρίνομαι
    * * *
    = выделять
    1) ( отделить) ξεχωρίζω; παραχωρώ ( предоставить)
    2) ( отличить) διακρίνω; σημειώνω ( подчёркивать)
    3) (средства и т. п.) παραχωρώ

    Русско-греческий словарь > выделить

  • 8 выделиться

    2) ( отличиться) διακρίνομαι

    Русско-греческий словарь > выделиться

  • 9 отличать

    отличать см. отличить \отличаться 1) см. отличиться 2) (различаться) διακρίνομαι, ξεχωρίζω* \отличаться друг от друга διαφέρω, παρουσιάζω διαφορές
    * * *

    Русско-греческий словарь > отличать

  • 10 отличаться

    2) ( различаться) διακρίνομαι, ξεχωρίζω

    отлича́тьсяся друг от дру́га — διαφέρω, παρουσιάζω διαφορές

    Русско-греческий словарь > отличаться

  • 11 отличить

    отличить διακρίνω \отличиться (выделиться) διακρίνομαι, ξεχωρίζω
    * * *

    Русско-греческий словарь > отличить

  • 12 отличиться

    ( выделиться) διακρίνομαι, ξεχωρίζω

    Русско-греческий словарь > отличиться

  • 13 блестеть

    блест||еть
    несов
    1. λάμπω/ σπινθηροβολώ (неровным блеском)/ φέγγω (светиться):
    звезды \блестетьят τά ἄστρα λάμπουν глаза \блестетьят ἀστράφτουν τά μάτια (του);
    2. перен λάμπω, διακρίνομαι; он не блещет умо́м αὐτός δέν διακρίνεται γιά τήν ἐξυπνάδα του.

    Русско-новогреческий словарь > блестеть

  • 14 блистать

    блистать
    несов см. блестеть; \блистать красотой λάμπω μέ τήν ὁμορφιά (μου); \блистать умом διακρίνομαι γιά τό πνεύμα (μου); \блистать нарядами ἀστράφτω μέ τίς τουαλέτες μου.

    Русско-новогреческий словарь > блистать

  • 15 выдаваться

    выдавать||ся
    1. (выступать) προεξέχω, προβάλλω, φαίνομαι/ ἐξέχω (торчать)·
    2. (выделяться) διακρίνομαι, εἶμαι περίβλεπτος·
    3. (случаться) παρουσιάζομαι:
    выдался слу́чай ήρθε περίσταση, βρέθηκε εὐκαιρία· сегодня выдался хороший день βγήκε καλή μέρα.

    Русско-новогреческий словарь > выдаваться

  • 16 выдвигаться

    выдвигать||ся
    1. (продвигаться вперед) προχωρώ, προωθούμαι, βγαίνω μπροστά·
    2. (на более ответственную работу) διακρίνομαι, διαπρέπω, ἀναδεικνύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выдвигаться

  • 17 выделяться

    выделять||ся
    1. (отделяться) ξεχωρίζω, ἀποσπώ-μαι·
    2. (отличаться) ἀναδεικνύομαι, διακρίνομαι·
    3. физиол. ἐκκρίνομαι·
    4. хим. ἐξάγομαι.

    Русско-новогреческий словарь > выделяться

  • 18 вырисоваться

    вырисоваться
    сов, вырисовываться несов (на аЪоне чего-л.) διαγράφομαι, διαφαίνομαι/ διακρίνομαι (выделяться).

    Русско-новогреческий словарь > вырисоваться

  • 19 замаячить

    замаячить
    сов ἀρχίζω νά διακρίνομαι, φαίνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > замаячить

  • 20 мелькать

    мелькать
    несов, мелькнуть сов
    1. τρεμοσβύνω, ἀναβοσβύνω / διαγράφομαι, φαίνομαι, διακρίνομαι (о столбах, деревьях)·
    2. перен περνώ, παρουσιάζομαι:
    у него́ мелькну́ла мысль τοῦ πέρασε ἡ Ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > мелькать

См. также в других словарях:

  • διακρίνομαι — διακρίνομαι, διακρίθηκα, διακεκριμένος βλ. πίν. 2 Σημειώσεις: διακρίνομαι : η μτχ. διακεκριμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο ξεχωριστός, εκλεκτός, διαπρεπής κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διακρίνομαι — διακρί̱νομαι , διακρίνω separate one from another aor subj mid 1st sg (epic) διακρί̱νομαι , διακρίνω separate one from another pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… …   Dictionary of Greek

  • εμπρέπω — ἐμπρέπω (Α) διακρίνομαι σε κάτι, διαπρέπω, ξεχωρίζω («ἀρεταῑς τε ποικίλαις ἐμπρέποντας», Μην. Ωδ.) αρχ. 1. είμαι καταφανής, φανερός («λίπος ἐπ ὀμμάτων αἵματος ἐμπρέπειν», Αισχ.) 2. είμαι ένδοξος, περιφανής, διακρίνομαι 3. αρμόζω, είμαι κατάλληλος …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • κέκασμαι — (Α) παρακμ. τού καίνυμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέ κασ μαι, με αναδιπλασιασμό κε , θ. καδ , πρβλ. δωρ. τ. κέ καδμαι (το σύμπλεγμα σμ < δμ , πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα *kad «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • ξεχωρίζω — (Μ ξεχωρίζω) 1. χωρίζω, θέτω χωριστά, αποχωρίζω, τοποθετώ κάτι σε διαφορετική θέση από άλλα ή από άλλο αντικείμενο («ξεχώρισα τα φρέσκα από τα μπαγιάτικα») 2. δείχνω ιδιαίτερη προτίμηση, προτιμώ, κάνω διάκριση («μην ξεχωρίζεις τους μαθητές σου»)… …   Dictionary of Greek

  • αναδεικνύω — (Α ἀναδεικνύω και δείκνυμι, Ν και δείχνω) εκλέγω σε αξίωμα, ανακηρύσσω, αναγορεύω νεοελλ. 1. κάνω κάποιον ή κάτι σπουδαίο, εξυψώνω, προάγω, προβάλλω 2. μέσ. επιτυγχάνω σε κάποια επίδοση, προοδεύω, ευδοκιμώ, διακρίνομαι αρχ. 1. ανυψώνω και δείχνω… …   Dictionary of Greek

  • ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… …   Dictionary of Greek

  • γλυκοφαγγρίζω — μόλις φαίνομαι, ίσα ίσα που διακρίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκο * + φαγγρίζω «φέγγω αμυδρά»] …   Dictionary of Greek

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»