Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

διακείμενος

  • 21 ἀδοκεῖ

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδοκεῖ

  • 22 ἀσελγής

    A licentious, wanton, brutal, And.4.40 ([comp] Sup.), D.2.19 ([comp] Comp.);

    εἰς ἔμ' ἀ. καὶ βίαιος Id.21.128

    , cf. Is.8.43;

    σκῶμμα Eup.244

    : generally, outrageous,

    ἄνεμος Id.320

    . Adv. -γῶς, πίονες extravagantly fat, Ar.Pl. 560;

    ἀ. ζῆν D.36.45

    ;

    ἀ. διακείμενος Lys.24.15

    ;

    ἀ. τινὶ χρῆσθαι D.9.35

    .
    II lascivious, lewd, Jul.Caes. 315c.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσελγής

  • 23 Affect

    v. trans.
    Move, touch: P. κατακλᾶν, P. and V. ἅπτεσθαι (gen.), V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), θιγγνειν (gen.), ψαύειν (gen.).
    Overcome: P. and V. θέλγειν (Plat. but rare P.), τέγγειν (Plat. but rare P.), V. μαλθάσσειν, νικᾶν, Ar. and V. μαλάσσειν.
    Dispose: P. διατιθέναι.
    Well affected: P. εὖ διακείμενος, P. and V. εὔνους.
    Be affected, moved: P. μαλακίζεσθαι, κατακάμπτεσθαι, V. μαλθακίζεσθαι, P. and V. κάμπτεσθαι.
    Influence: P. and V. ῥοπὴν ἔχειν (gen.).
    Change: P. and V. μεταβάλλειν; see Change.
    Be affected, feel: P. and V. πάσχειν.
    Be similarly affected: P. ταὐτὸν συμπάσχειν.
    How you have been affected by my accusers I know not: P. ὅ,τι μεν ὑμεῖς... πεπόνθατε ὑπὸ τῶν ἐμῶν κατηγόρων, οὐκ οἶδα (Plat., Ap. 17A).
    ——————
    v. trans.
    Pretend to: Ar. and P. προσποιεῖσθαι (acc. or gen.), μεταποιεῖσθαι (gen.), ἀντιποιεῖσθαι (gen.); see Pretend.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Affect

См. также в других словарях:

  • διακείμενος — διάκειμαι to be served at table perf part mp masc nom sg διάκειμαι to be served at table pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… …   Dictionary of Greek

  • αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη …   Dictionary of Greek

  • ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… …   Dictionary of Greek

  • ευφρονίων — εὐφρονίων, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Δωριεῑς εὖ τὰς φρένας διακείμενος, φρόνιμος, χαίρων» …   Dictionary of Greek

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… …   Dictionary of Greek

  • φιλεταιρικός — ή, όν, Α [φιλέταιρος] ο φιλικά διακείμενος προς τους συντρόφους του …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοβιετικός — ή, ό, Ν αυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα τής Σοβιετικής Ένωσης, ο ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στην Σοβιετική Ένωση ή στους Σοβιετικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σοβιετικός] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»