-
1 πιστός
πιστός, 1) Passivisch; – a) von der Person, der man glauben, trauen kann oder muß, treu, zuverlässig, glaubwürdig; ἑταῖρος, Il. 15, 331, u. oft; πιστότατος δέ οἱ ἔσκε, Il. 16, 147; φύλακες, Hes. Th. 755; γένος ϑεῶν, Pind. N. 10, 54; μάρτυρες, P. 1, 88. 12, 27; ἄγγελος, Aesch. Prom. 971; Soph. O. R. 385. 1118; φύλαξ, O. C. 357; Eur. oft; εἰς ξυμμαχίαν, Thuc. 3, 11, vgl. 8, 9; Plat. Phaed. 89 d; φίλοι, Phaedr. 233 d; πρός τι, Arist. pol. 3, 13. Bei den Persern sind οἱ πιστοί eine Art vertraute Räthe, Xen. An. 1, 5, 15, vgl. ὦ πιστὰ πιστῶν, = πιστόταται, Aesch. Pers. 681. – Auch adv., πιστῶς τὰ πρὸς αὐτὸν διακείμενος, Pol. 3, 98, 5. – b) von Sachen, worauf man bauen kann, zuverlässig, sicher, glaubhaft; ὅρκια πιστά, Hom., wie Pind. Ol. 10, 6 N. 9, 16; οὐκέτι πιστὰ γυναιξίν, man darf den Weibern nicht mehr trauen, Od. 11, 456; σύμβολον πιστόν, Pind. Ol. 12, 8, wie τέκμαρ Aesch. Ag. 263; τεκμήρια, 543, u. öfter; ὁμιλία πιστὴ καὶ βέβαιος, Soph. Phil. 71; μαντεῖα, Tr. 77, u. sonst; πιστὰ καὶ οἰκότα, Her. 6, 82; πιστότερον ἢ ἀληϑέστερον σύγκειται, Antipho 3 γ 4; πιστῷ καὶ βεβαίῳ χρήσασϑαι λόγῳ, Plat. Tim. 49 b; εἰ πισταὶ ὑμῖν εἰσιν αἱ ὑποϑέσεις, Phaed. 107 b; dah. τὸ πιστόν, = πίστις, Unterpfand der Treue, was Glauben giebt, Verbürgung, Aesch. Ag. 637 Eum. 643 Ch. 391; ἦ καὶ τὸ πι στὸν τῆς ἀληϑείας νέμεις; Soph. Trach. 397; τὸ πιστὸν τόδε λόγων ἐμῶν δέχου, Eur. Or. 245; τὰ πίστ' ἐμαυτῷ τοῠ ϑράσους παρέξομαι, Phoen. 275, u. öfter; πιστὸν οὐδέν ἐστιν αὐτοῖς, Ar. Lys. 629; τὰ πιστὰ ποιεῖσϑαι, = πίστιν ποιεῖσϑαι, Her. 3, 8; πιστὰ δοῠναι καὶ λαβεῖν, Pfänder der Treue geben und empfangen, wodurch man sich gegenseitig verbürgt, Xen. An. 3, 2, 5 u. oft; Cyr. 3, 2, 23; πιστὰ ἠξίου γενέσϑαι, 7, 4, 3, vgl. An. 2, 2, 10; auch πιστὰ ϑεῶν ποιεῖσϑαι, einen Eid leisten, Cyr. 4, 2, 7; Sp. – 2) Akt., glaubend, trauend, sich auf Einen verlassend; Theogn. 283; τοῖς πεδαρσίοις κτύποις πιστός, Aesch. Prom. 919; Pers. 55; ἀλλ' ἔσϑ' ὅτῳ σὺ πιστὸς ὢν ἔδρας τάδε, Soph. O. C. 1035; vgl. Pors. Eur. Hec. 1125. – Auch = folgend, gehorsam, Sp., wohin man auch zieht τὴν χώραν οἰκείαν καὶ πιστὴν ποιεῖσϑαι Xen. Hell. 2, 4, 30.
-
2 μανικός
μανικός, zur Raserei gehörig; μανικόν τι βλέπειν, wie ein Rasender aussehen, das Weiße im Auge nach außen gedreht, Ar. Plut. 424; rasend, unsinnig, Plat. Prot. 343 a; ἐπιχείρημα, Alc. I, 113 c; ὑβριστικὰ καὶ μανικὰ λέγειν, Polit. 307 h, öfter; in heftiger Leidenschaft, Begeisterung, Enthusiast, Plat. Conv. 173 d u. Folgde; zum Zorn geneigt, Arist.; μανικὴ διάϑεσις, die Wuth, Pol. 32, 25, 6; – unsinnig groß, übertrieben, σωφρόνημα λίαν μανικόν, Xen. Ages. 5, 4, τῶν πολυτελῶν καὶ μανικῶν ἱππωνειῶν, Hipparch. 1, 12. – Auch = Raserei verursachend, φάρμακα, Plut. Arat. 54. – Adv. μανικῶς, διακείμενος, Plat. Phaed. 249 d, καὶ ἀτάκτως ἔρχεσϑαι, Legg. X, 897 c.
-
3 βδελυρία
βδελυρία, ἡ, Scheußlichkeit, Schamlosigkeit, Andoc. 1. 122; Is. 6, 42; καὶ ἀδικία Ath. VI, 260 e; Unkeuschheit, ὑπὸ μέϑης καὶ βδελυρίας κακῶς καὶ αἰσχρῶς διακείμενος τὸ σῶμα Aesch. 1, 26; vgl. Theophr. Char. 11.
-
4 ἀπο-νενοημένως
ἀπο-νενοημένως, verzweifelter Weise, Xen. Hell. 7, 2, 8; Luc. Peregr. 38; διακείμενος πρὸς τὸ ζῆν Isocr. 6, 75, am Leben verzweifeln.
-
5 ἀγρ-οῖκος
ἀγρ-οῖκος, ον, 1) das Land bewohnend, ländlich, Ar. Nub. oft βίος, 44; ὀπώρα Plat. Legg. VIII, 844 d. – 2) Dah. bäurisch, grob, ungesittet, roh (VLL. σκληρὸς καὶ ἀπαίδευτος, vgl. Theoph. Char. 8. u. ἀγρ. καὶ τῶν κατ' ἄστυ πραγμάτων οὐκ ἔμπειρος Men. in Orion Gnomcl. 419), bei Plat., der auch σοφία ἀγρ. Phaedr. 229 e sagt, verb. mit ἀνελεύϑερος, Legg. IX, 880 a; καὶ ἀπαίδευτος Theaet. 174 d; bes. ἀγρ. εἰπεῖν, einen derben, übertriebenen Kraftausdruck brauchen, wie ihn die attische Urbanität vermied; ebenso ἀγροίκως λοιδορεῖν; compar. ἀγροικοτέρως λέγειν Rep. II, 361 e; Xen. τὴν ψυχὴν-τέρως διακείμενος, grob, der nicht wiedergrüßt, Mem. 3, 13, 1; καὶ σκαιός Ephipp. com. bei Ath. XIII, 571 a. Die Gramm. unterschieden die Bedeutung durch den Accent, die meisten ἀγροῖκος für die erste bestimmend, Thom. Mag. aber erkl. ἄγροι-κος für die echt att. Form, die Bekk. auch überall aufgenommen.
См. также в других словарях:
διακείμενος — διάκειμαι to be served at table perf part mp masc nom sg διάκειμαι to be served at table pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANTIPHON — quidam scripsit librum περὶ τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, e quo Laertius Diogenes, l. 8. Pythagorae vitam illustrat. Citat eundem, sed περὶ τȏυ βίου τῶ εν ἀρετῇ πρωτευσάντων, Porphyrius, in Vita Pythagorae, et ex illo Cyrillus, l. 10. contra Iulianum … Hofmann J. Lexicon universale
έχθιστος — η, ο (ΑΜ ἔχθιστος, ίστη, ον και παράλλ. τ. ἐχθίστατος, άτη, ον) ο μισητός σε πολύ μεγάλο βαθμό, μισητότατος (α. «ἔχθιστος δ Ἀχιλῆϊ», Ομ. Ιλ. β. «μιαροὶ καὶ θεοῑς ἐχθίστατοι», Λουκιαν.) αρχ. ο εχθρικότατα διακείμενος («ὡς δὲ ἐχθροὶ καὶ ἔχθιστοι,… … Dictionary of Greek
αλλότριος — ια, ιο (Α ἀλλότριος, ία, ιον) 1. αυτός που ανήκει σε άλλον, που είναι κτήμα άλλου (αντίθετα αρχ. ἴδιος, νεοελλ. (ι)δικός (μου) 2. (ο πληθυντικός ουδετέρου ως ουσιαστικό) τὰ ἀλλότρια (αρχ. και με κράση τἀλλότρια) αυτά που ανήκουν σε άλλους, η ξένη … Dictionary of Greek
ενάντιος — και εναντίος και ανάντιος, α, ο(ν) (AM ἐναντίος, Μ και ἐνάντιος και ἀνάντιος) 1. (με εχθρ. σημ.) αντίθετος, εχθρικά διακείμενος, δυσμενής 2. ως ουσ. αντίπαλος, αντίδικος, εχθρός («νίκας κατ ἐναντίων δωρούμενος», τροπ. εκκλ.) 3. αντίθετος,… … Dictionary of Greek
ευφρονίων — εὐφρονίων, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «Δωριεῑς εὖ τὰς φρένας διακείμενος, φρόνιμος, χαίρων» … Dictionary of Greek
εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
φιλεταιρικός — ή, όν, Α [φιλέταιρος] ο φιλικά διακείμενος προς τους συντρόφους του … Dictionary of Greek
φιλοσοβιετικός — ή, ό, Ν αυτός που εξυπηρετεί τα συμφέροντα τής Σοβιετικής Ένωσης, ο ευνοϊκά διακείμενος απέναντι στην Σοβιετική Ένωση ή στους Σοβιετικούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σοβιετικός] … Dictionary of Greek