Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

διάδημα

См. также в других словарях:

  • διάδημα — band neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… …   Dictionary of Greek

  • διάδημ' — διάδημα , διάδημα band neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδημάτων — διάδημα band neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήμασι — διάδημα band neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήμασιν — διάδημα band neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήματα — διάδημα band neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήματι — διάδημα band neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαδήματος — διάδημα band neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»