-
1 διαδημα
- ατος τό головная повязка, диадема (преимущ. у персидских, позднее тж. у македонских и других царей) Xen., Plut., Diod. -
2 διάδημα
διάδημαband: neut nom /voc /acc sg -
3 διάδημα
διάδημα τοдиадема –1) царский венец из драгоценных металлов и камней, символ царской власти. Буквально означает повязку с висящими сзади концами, которую носили на голове;Этим.дргр. < διαδέω < δια- + δέω «перевязывать, опоясывать, повязывать вокруг» -
4 διάδημα
A band or fillet: esp. band round the τιάρα worn by the Persian king, X.Cyr.8.3.13, Plu.2.488d; by Alexander, Arr.An.7.22.2; by his successors, OGI248.17(Pergam., Antiochus IV), Hdn.1.3.3; by kings generally, Plu.2.753d, D.S.20.54;δ. τῆς Ἀσίας LXX 1 Ma.13.32
.II Ὀσίριδος δ., = ἅλιμος, Ps.Dsc.1.91.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάδημα
-
5 διάδημα
διάδημα, ατος, τό (since X., Cyr. 8, 3, 13; Alex. Ep. XIII, 27; XIV, 4; Epict. 1, 24, 17; 4, 8, 30; OGI 248, 17; 383, 103; O. Bodl 262, 1 B.C.; pap; LXX; TestSol D 7:4; Test12Patr; JosAs; ApcSol) fr. διαδεῖν to bind around: ‘band, fillet’, Eng. loanw. ‘diadem’: properly the sign of royalty among the Persians, a blue band trimmed with white, on the tiara, hence a symbol of royalty gener.: royal headband, crown (Diod S 4, 4, 4; Lucian, Pisc. 35 βασιλείας γνώρισμα; Ezk. Trag. 71 [in Eus., PE 9, 29, 5]; Philo, Fuga 111; Jos., Bell. 1, 70, Ant. 12, 389; TestJud 12:4) Rv 12:3; 13:1; 19:12 (divinities w. diadems: PGM 4:521, 675, 2840). Pol 1:1. Kl. Pauly I 1504f.—DELG s.v. δέω 1. TW. -
6 διάδημα
{сущ., 3}диадема – головная повязка, знак царственности у персов, которая состояла из синей ленты, обшитой белым, которую персидские цари привязывали к тиаре, т.е. головному убору древних восточных царей, напоминающему корону.Синонимы: 4735 ( Στέφανος).Ссылки: Откр. 12:3; 13:1; 19:12ю LXX: 3804 (רתֶכֶּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάδημα
-
7 διάδημα
{сущ., 3}диадема – головная повязка, знак царственности у персов, которая состояла из синей ленты, обшитой белым, которую персидские цари привязывали к тиаре, т.е. головному убору древних восточных царей, напоминающему корону.Синонимы: 4735 ( Στέφανος).Ссылки: Откр. 12:3; 13:1; 19:12ю LXX: 3804 (רתֶכֶּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > διάδημα
-
8 διάδημα
τό1) диадема; 2) царский венец; корона -
9 διάδημα
диадема (головная повязка, знак царственности у персов - синяя лента, обшитая белым, которую персидские цари привязывали к тиаре, т.е. головному убору древних восточных царей, напоминающему корону); син. Στέφανος; LXX: (כֶּתֶר).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > διάδημα
-
10 διάδημα
-
11 διάδημα
-ατος + τό N 3 0-0-1-3-13=17 Is 62,3; Est 1,11; 2,17; 8,15; 1 Ezr 4,30crown Is 62,3; diadem, cloth headband worn as a symbol of power Est 8,15→ NIDNTT -
12 διάδημα
διά-δημα, τό, eigtl. ein durch die Haare geschlungenes Band; ein blaues, weißdurchwirktes Band um den Turban der Perserkönige; dah. übh. das Zeichen der königlichen Würde, das Diadem -
13 διάδημ'
διάδημα, διάδημαband: neut nom /voc /acc sg -
14 διαδημάτων
διάδημαband: neut gen pl -
15 διαδήμασι
διάδημαband: neut dat pl -
16 διαδήμασιν
διάδημαband: neut dat pl -
17 διαδήματα
διάδημαband: neut nom /voc /acc pl -
18 διαδήματι
διάδημαband: neut dat sg -
19 διαδήματος
διάδημαband: neut gen sg -
20 Στέφανος
венец, венок, (символ победы); син. διάδημα; LXX: (עֲטָרָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Στέφανος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διάδημα — band neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάδημα — Ταινία ή στεφάνι από χρυσό ή άλλο υλικό που τη φορούσαν στο κεφάλι ως κόσμημα ή σύμβολο εξουσίας από την αρχαιότητα. Η προέλευση του δ. είναι αβέβαιη, αλλά είναι γνωστό πως το χρησιμοποίησαν ευρύτατα οι αρχαίοι Έλληνες, προσδίδοντάς του πολιτική… … Dictionary of Greek
διάδημ' — διάδημα , διάδημα band neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδημάτων — διάδημα band neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδήμασι — διάδημα band neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδήμασιν — διάδημα band neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδήματα — διάδημα band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδήματι — διάδημα band neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαδήματος — διάδημα band neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμμα — Καθετί που χρησιμοποιείται για στεφάνωμα, και κυρίως το διάδημα (ταινία που περιδένει τα μαλλιά ή η κορόνα) του κεφαλιού ως σύμβολο της βασιλικής εξουσίας. Γενικότερα είναι και η ίδια η βασιλική εξουσία, ο βασιλιάς και η απεικόνιση του στις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek