-
1 δημιούργημα
δημιούργημαa work of art: neut nom /voc /acc sg -
2 δημιούργημα
A a work of art, piece of workmanship, Longin.13.4 (pl.), Ath.11.497c, Herm. in Phdr. p.202 A.;δ. χειρῶν D.H.Comp.1
;τὰ δ. Φειδίου Jul.Or.2.54b
; οὐ τύχης οὐδ' ἀνθρώπων δ., of the universe, Zaleuc. ap. Stob.4.2.19, cf. Dam.Pr. 175;θεοειδὲς δ. ᾧ λογιζόμεθα Ph.1.208
; creature, πρὸς ἀπότεξιν εὐτρεπὲς δ. Hierocl.p.7 A.; also of actions, Iamb.Myst.1.5, 2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιούργημα
-
3 δημιουργημάτων
δημιούργημαa work of art: neut gen pl -
4 δημιουργήμασι
δημιούργημαa work of art: neut dat pl -
5 δημιουργήμασιν
δημιούργημαa work of art: neut dat pl -
6 δημιουργήματα
δημιούργημαa work of art: neut nom /voc /acc pl -
7 δημιουργήματι
δημιούργημαa work of art: neut dat sg -
8 δημιουργήματος
δημιούργημαa work of art: neut gen sg -
9 θεόπνευστος
θεό-πνευ-στος, ον,A inspired of God,σοφίη Ps.-Phoc.129
;ὄνειροι Plu.2.904f
;πᾶσα γραφή 2 Ep.Ti.3.16
;δημιούργημα Vett.Val.330.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόπνευστος
-
10 πολύτεχνος
πολύ-τεχνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύτεχνος
-
11 δημιουργός
Grammatical information: m.Meaning: `handicraftsman' (Att.), δημιοεργός (Od., Hdt.). On the meaning Bader, Composés du type Demioergos. Originally a creator, it designated in the Dorian world a magistrate. Also Palmer, Trans. Philol. Soc. 1954, 18-53.Dialectal forms: δημιοργός (Ion.), δαμιοργός (Dor., NWGr., Arc., Boeot.), δαμιωργός (Astypal.), δαμιεργός (Astypal., Nisyr.) name of an official.Derivatives: δημιουργίς, δημιούργιον, δημιουργία, δημιουργικός, δημιουργεῖον; δημιουργέω with δημιούργημα.Etymology: From *δημιο-Ϝεργός, from δήμια ἔργα with verbal reinterpretation of the second member after the types ψυχο-πομπός; partly from - Ϝοργός. - Further s. δῆμος.Page in Frisk: 1,380Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δημιουργός
-
12 τεχνίτης
τεχνίτης, ου, ὁ (τέχνη; X., Pla.; ins, pap, LXX; TestSol; ApcSed 5:4 p. 131, 26 Ja.; EpArist; Philo; Jos., Ant. 20, 219; Ar. 4:2; Just., Ath.) craftsperson, artisan, designer Dg 2:3; D 12:3. Of a silversmith Ac 19:24, 25 v.l., 38 (PLampe, BZ 36, ’92, 66f [ins]). Of a potter 2 Cl 8:2 (metaph., cp. Ath. 15:2). πᾶς τεχνίτης πάσης τέχνης Rv 18:22.—Of God (Dox. Gr. 280a, 7 [Anaxagoras A 46]; Maximus Tyr. 13, 4c; 41, 4g; Herm. Wr. 486, 30 Sc. al.; Wsd 13:1; Philo, Op. M. 135, Mut. Nom. 31 δημιούργημα τοῦ τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν μόνων τεχνίτου; Ar. 4, 2; Ath. 16, 1 al.) as the architect of the heavenly city (w. δημιουργός) Hb 11:10. Of the holy Logos ὁ τεχνίτης καὶ δημιουργὸς τῶν ὅλων Dg 7:2 (cp. Herm. Wr. 490, 34 Sc. ὁ τῶν συμπάντων κοσμοποιητὴς καὶ τεχνίτης).—HWeiss, TU 97, ’66, 52–5; s. also lit. s.v. δημιουργός.—DELG s.v. τέχνη. M-M.
См. также в других словарях:
δημιούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… … Dictionary of Greek
δημιούργημα — το το αποτέλεσμα του να δημιουργεί κανείς, να κατασκευάζει κάτι: Όλοι οι ζωγραφικοί πίνακες του σπιτιού είναι δημιουργήματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημιουργημάτων — δημιούργημα a work of art neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασι — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασιν — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματα — δημιούργημα a work of art neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματι — δημιούργημα a work of art neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματος — δημιούργημα a work of art neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek