-
1 δημιουργείον
-
2 δημιουργεῖον
-
3 δημιουργεῖον
δημιουργ-εῖον, τό,A work-place, App.Pun.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημιουργεῖον
-
4 δημιουργεία
-
5 δημιουργεῖα
-
6 δημιουργός
Grammatical information: m.Meaning: `handicraftsman' (Att.), δημιοεργός (Od., Hdt.). On the meaning Bader, Composés du type Demioergos. Originally a creator, it designated in the Dorian world a magistrate. Also Palmer, Trans. Philol. Soc. 1954, 18-53.Dialectal forms: δημιοργός (Ion.), δαμιοργός (Dor., NWGr., Arc., Boeot.), δαμιωργός (Astypal.), δαμιεργός (Astypal., Nisyr.) name of an official.Derivatives: δημιουργίς, δημιούργιον, δημιουργία, δημιουργικός, δημιουργεῖον; δημιουργέω with δημιούργημα.Etymology: From *δημιο-Ϝεργός, from δήμια ἔργα with verbal reinterpretation of the second member after the types ψυχο-πομπός; partly from - Ϝοργός. - Further s. δῆμος.Page in Frisk: 1,380Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δημιουργός
См. также в других словарях:
δημιουργείον — δημιουργεῑον, το (Α) [δημιουργός] το εργαστήριο … Dictionary of Greek
δημιουργεῖον — work place neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργεῖα — δημιουργεῖον work place neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)