-
1 brainchild
noun (a favourite theory, invention etc thought up by a particular person: This entire process is Dr Smith's brainchild.) δημιούργημα, επινόηση -
2 creation
1) (the act of creating: the creation of the world.) δημιουργία2) (something created: The dress designer is showing his latest creations.) δημιουργία, δημιούργημα
См. также в других словарях:
δημιούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… … Dictionary of Greek
δημιούργημα — το το αποτέλεσμα του να δημιουργεί κανείς, να κατασκευάζει κάτι: Όλοι οι ζωγραφικοί πίνακες του σπιτιού είναι δημιουργήματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημιουργημάτων — δημιούργημα a work of art neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασι — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασιν — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματα — δημιούργημα a work of art neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματι — δημιούργημα a work of art neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματος — δημιούργημα a work of art neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek