Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεσπότειος

См. также в других словарях:

  • δεσπότειος — δεσπότειος, α, ον (Α) [δεσπότης] ο δεσπόσυνος …   Dictionary of Greek

  • δεσποτείαις — δεσπότειος fem dat pl δεσποτεία the power of a master fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτεία — δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσπότειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc/acc dual δεσποτείᾱ , δεσποτεία the power of a master fem nom/voc sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτείας — δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσπότειος fem gen sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem acc pl δεσποτείᾱς , δεσποτεία the power of a master fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσπότης — Ο κύριος του οίκου, ο οικοδεσπότης, ο αφέντης, ο απόλυτος κύριος και συνεκδοχικά ο βασιλιάς, ο τύραννος· επίσης ο επίσκοπος: «τον δεσπότην και αρχιερέα ημών Κύριε φύλαττε εις πολλά έτη». Στην αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στον κύριο του σπιτιού,… …   Dictionary of Greek

  • δεσποτείαι — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτείαν — δεσποτείᾱν , δεσπότειος fem acc sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱν , δεσποτεία the power of a master fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσποτείᾳ — δεσποτείᾱͅ , δεσπότειος fem dat sg (attic doric aeolic) δεσποτείᾱͅ , δεσποτεία the power of a master fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»