-
1 οικο-
-
2 οἰκό-πεδον
οἰκό-πεδον, τό, Haus-, Feuerstelle, die Stelle, auf der ein Haus steht od. stehen kann (οἰκιῶν κατεριφεισῶν ἐδάφη, Schol. Il. 4, 2); Thuc. 4, 90; Aesch. 1, 84; vgl. Xen. Vectig. 2, 6; οἰκοπέδων ἢ γηπέδων, Plat. Legg. V, 541 c; τὸ τῆς πόλεως, Grund u. Boden der Stadt, Pol. 15, 23, 10; Plut Anton. 71.
-
3 οἰκό-σῑτος
οἰκό-σῑτος, zu Hause essend, bleibend, Luc. somn. 1, vgl. Sacrif. 9, für sich allein, ohne viele Gäste essend, auf eigene Kosten essend, lebend; übh. der Etwas umsonst thut, vgl. Ath. VI, 247 f, ὁ μὴ μισϑοῦ, ἀλλὰ προῖκα τῇ πόλει ὑπηρετῶν, wo aus Men. angeführt wird μὴ συνάγειν γυναῖκας μηδὲ δειπνίζειν ὄχλον, ἀλλὰ οἰκοσίτους τοὺς γάμους πεποιηκέναι.
-
4 οἰκό-τριψ
-
5 οἰκό-τροφος
οἰκό-τροφος, im Hause ernährt, D. Chrys. 6, 11.
-
6 οἰκό-βιος
οἰκό-βιος, zu Hause, häuslich lebend, Schol. Pind. N. 8, 58.
-
7 οἰκό-θρεπτος
οἰκό-θρεπτος, im Hause ernährt, Phot. v. οἰκογενής.
-
8 οἰκό-θουρος
οἰκό-θουρος, erkl. Hesych. οἰκουρὸς κύων, wahrscheinlich verderbt.
-
9 οἰκο-πορεῖα
οἰκο-πορεῖα, τά, erkl. Suid. τὰ κατ' οἰκίαν σκεύη, Hausgeräth.
-
10 οἰκο-ποιός
οἰκο-ποιός, ein Haus machend, bauend, Sp.; –. aber Soph. Phil. 32, οὐδ' ἔνδον οἰκοποιός ἐσπ τις τρυφή, erkl. der Schol. ἡ ἐν οἴκῳ γενομένη besser »die ein Haus macht, die unfreundliche Höhle zu einem wohnlichen Hause umgestalten könnte«.
-
11 οἰκο-ποιέω
οἰκο-ποιέω, ein Haus machen, bauen, Sp.
-
12 οἰκο-σόος
οἰκο-σόος, das Haus, die Wirthschaft erhaltend, Nonn. D. 21, 270.
-
13 οἰκο-σκευή
οἰκο-σκευή, ἡ, Hausrath, Arcad. 103.
-
14 οἰκο-σκοπικόν
οἰκο-σκοπικόν, τό, Wahrnehmung einer Vorbedeutung zu Hause, Suhd. v. οἰωνιστικόν.
-
15 οἰκο-σκοπητικόν
οἰκο-σκοπητικόν, τό, = Folgdm, Sp.
-
16 οἰκο-σῑτέω
οἰκο-σῑτέω, zu Hause essen, v. l. bei Luc. sacrif. 9.
-
17 οἰκο-σῑτία
οἰκο-σῑτία, ἡ, das zu Hause Essen, auf eigene Kosten Leben, Sp.
-
18 οἰκο-τραφής
οἰκο-τραφής, ές, im Hause erzogen, Erkl. von οἰκογενής, VLL., Poll. 3, 16.
-
19 οἰκο-τριβικός
οἰκο-τριβικός, ή, όν, den Folgdn betreffend.
-
20 οἰκο-τρίβαιος
οἰκο-τρίβαιος, einem οἰκότριψ gehörig, παιδίον, τὸ ἐκ τῶν οἰκοτριβῶν, Poll. 3, 76.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
εστιώτης — ἑστιώτης, ὁ (θηλ. ἑστιῶτις) (Α) [εστία] αυτός που ανήκει στον οίκο ή προέρχεται από τον οίκο («ἑστιῶτις αὔρα» η αύρα που έρχεται από τον οίκο, Σοφ.) … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Λεοπόλδος — I (Leopold). Όνομα δύο αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής (Γερμανικής) αυτοκρατορίας, από τον οίκο των Αψβούργων. 1. Λ. A’ (Βιέννη 1640 – 1705). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους (1658 1705). Ήταν δευτερότοκος γιος… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Βίτελσμπαχ — (Wittelsbach).Βασιλικός οίκος της Βαυαρίας, που βρισκόταν στην εξουσία από το 1180 έως το 1918. Οι Β. πήραν το όνομά τους από ένα φρούριο κοντά στο Άουγκσμπουργκ.Η αρχή του οίκου ανάγεται στον 10o αι. Το 1120, ο αυτοκράτορας Ερρίκος Ε’ παραχώρησε … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek