-
101 ὑπ-άρχω
ὑπ-άρχω, 1) anfangen, beginnen, ὅςτις ὑπάρξῃ Od. 24, 286; gew. τινός, den Anfang womit machen, den Anlaß wozu geben, ἀδίκων ἔργων, ἀδικίης, Her. 1, 5. 4, 1. 7, 9; κακῶν, Eur. Phoen. 1576 Andr. 273 Herc. fur. 1169; ὑπῆρξαν τῆς ἐλευϑερίας τῇ Ἑλλάδι Andoc. 142; τῆς ἔχϑρας Dem. 59, 1; βίας Plut. Thes. 33; c. accus., εὐεργεσίας τινί Aesch. 2, 26; εἴς τινα, Dem. 19, 280; auch ohne Zusatz, Streit, Händel anfangen, οὐδέν μοι ὑπῆρκτο εἰς αὐτόν Antiph. 5, 58; οὐκ ὑπάρχων, ἀλλὰ τιμωρούμενος Dem. 59, 1; ἀμύνεσϑαι καὶ μὴ προτέρους ὑπάρχειν Isocr. 9, 28; – c. partic., ἐμὲ ὑπῆρξαν ἄδικα ποιεῠντες, sie thaten mir zuerst Unrecht, Her. 7, 8, 2; ὑπάρχει ἀτάσϑαλα ποιέων ἐς τοὺς Ἕλληνας 9, 78; ὑπάρχει εὖ od. κακῶς ποιῶν τινα, er thut Einem zuerst Gutes, fügt Einem zuerst Schaden zu, Xen. An. 2, 3, 23. 5, 5, 9; μήτε ὑπάρχων, μήτε ἀμυνόμενος Plat. Legg. IX, 879 d; eben so Gorg. 456 e; – auch umgekehrt, ὑπάρχων ἠδίκεις αὐτόν, Isocr. 16, 44 u. A. – Bei Sp. auch med., ὑπαρχομένου τοῦ ἦρος, im Beginne des Frühlings, Ael., wie auch Plat. σπείρας καὶ ὑπαρξάμενος ἐγὼ παραδώσω vrbdt, Tim. 41 c. – Pass., τὰ ἔκ τινος ὑπαργμένα (ion. = ὑπηργμένα), das von Einem Angefangene, Her. 7, 11; ἀμνηστία τῶν ὑπηργμένων Strab. 2, 7, 1; s. auch 2 a. – 2) intrans., vorhanden, dasein, zu Jemandes Dienst oder Gebrauch bereit sein; Pind. ἀγέλα ὑπᾶρχεν P. 4, 205; πημονῆς δ' ἅλις γ' ὑπάρχει Aesch. Ag. 1641; Ch. 1064; Soph. Phil. 697; τοῖσιν ἄγουσιν κλαύμαϑ' ὑπάρξει Ant. 923; ϑησαυρὸς ἄν σοι παῖς ὑπῆρχ' οὑμὸς μέγας Eur. Hec. 1229; u. in Prosa: τὸ πλέον τοῦ χωρίου αὐτὸ καρτερὸν ὑπῆρχε καὶ οὐδὲν ἔδει τείχους Thuc. 4, 4; ὑπῆρχε ἄρχουσι ϑεραπεύεσϑαι ὑπὸ τῶν ἀρχομένων Xen. Cyr. 3, 1, 20; ἅτε καὶ τῆς φύσεως ὑπαρχούσης 6, 44, 4; δεσμὸς ὑπαρχέτω πᾶσι Plat. Legg. X, 908 a, u. öfter; οἱ ὑπάρχοντες im Gegensatz von οἱ προγενόμενοι Pol. 10, 17, 12; Dem. 3, 15 setzt gegenüber τοῦτ' οὖν δεῖ προςεῖναι, τὰ δ' ἄλλα ὑπάρχει. – Bes. al Einem günstig, gewogen sein, ihm wohlwollen; Xen. An. 1, 1, 4, vgl. Hell. 7, 5, 5; Dem. 18, 174. 19, 118; auch von Sachen, Einem zu Gute kommen, zu Theil werden, ἡ σωτηρία τοῖς Ἕλλησιν ἐκ ϑαλάττης ὑπῆρξε Plut. Them. 4; Dem. 1, 10 braucht so auch das pass., τὰ παρὰ τῶν ϑεῶν ὑπηργμένα, wie sonst τὰ ὑπάρχοντα = καιρός, 2, 2; vgl. Ar. Lys. 1159. – b) Einem zu Gebote stehen, erlaubt, möglich sein; ὑπάρχει τόδ' ἐν τῇ σῇ χϑονὶ εἰπεῖν Eur. Heracl. 182; ὑπάρχον εἶναι Her. 5, 124; ὑπάρχον absolut, wie ἐξόν, da die Möglichkeit od. Gelegenheit da war, ὡς ὑπάρχον μοι χαρισαμένῳ Σωκράτει πάντ' ἀκοῦσαι Plat. Conv. 217 a; vgl. τοὺς νεκροὺς διὰ τάχους ἔϑαπτον, ὥςπερ ὑπῆρχε, wie es anging, Thuc. 3, 109. – c) zu Grunde liegen, die Grundlage bilden; τοῦτο ὑπαρκτέον, dieses muß zu Grunde gelegt werden, Plat. Rep. V, 467 c; τοῦτο ὑπάρχειν δεῖν Conv. 198 d; τούτων ὑπαρχόντων, wenn dieses so ist, Tim. 29 a u. öfter. – d) impers., ὑπάρχει μοι, mir steht zu Gebote, wird zu Theil, ich besitze, habe; oft bei Plat., ᾡ πρῶτον μὲν ὑπάρχει ἰατρῷ εἶναι, ἔπειτα ἀγαϑῷ ἰατρῷ Prot. 345 a; οἷ ἀφικομένῃ αὐτῇ ὑπάρχει αὐτῇ εὐδαίμονι εἶναι Phaed. 81 a; τὰ ὑπάρχοντα, der Besitz, die Habe, das Vermögen, Xen. u. sonst oft; auch geistig, die natürlichen Anlagen des Menschen, Plat. u. A.; die Eigenschaften, M. Ant. – 3) = ὕπαρχός εἰμι, Unterfeldherr oder Statthalter sein, gebieten, befehligen, τινός, aber auch τινί, wie τῷ χωρίῳ Thuc. 6, 87.
-
102 αεικελιος
ἀεικέλιος, ἀεικής21) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный(λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.)
2) непристойный, неприличный(ἔπεα Her.)
3) жалкий, плохой(χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.)
ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. — ты одет в лохмотья4) скудный, незначительный, ничтожный(μισθός, ἄποινα Hom.)
5) необычныйοὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. — вполне естественно, что Делос пережил землетрясение
-
103 αεικης...
ἀεικής...ἀεικέλιος, ἀεικής21) недостойный, оскорбительный, унизительный, позорный(λοιγός, πληγαί Hom.; δεσμός Aesch.; δουλοσύνη Plut.)
2) непристойный, неприличный(ἔπεα Her.)
3) жалкий, плохой(χιτῶν Hom.; στολή Soph.; δέμας Eur.)
ἀεικέα (sc. εἵματα) ἕσσαι Hom. — ты одет в лохмотья4) скудный, незначительный, ничтожный(μισθός, ἄποινα Hom.)
5) необычныйοὐδὲν ἦν ἀεικὲς κινηθῆναι Δῆλον Her. — вполне естественно, что Делос пережил землетрясение
-
104 αποδεσμος
-
105 αχλυοεις
-
106 δυσεξηνυστος
-
107 δυσηλεγης
2жестокий, беспощадный, мучительный(θάνατος, πόλεμος Hom.; δεσμός, πηγάδες Hes.)
-
108 επιδεσμος
-
109 κατοχος
21) крепкий, прочный(δεσμός Plut.)
2) крепко удерживаемый, связанный, скованный(γαίᾳ Aesch.; ὕπνῳ Soph.)
3) одержимый, вдохновляемый(Ἄρεϊ Eur.; δαίμονί τινι Arst.; ἐκ θεοῦ Plut.)
4) обуреваемый(τύφῳ Luc.)
5) захваченный, увлеченный(ὑφ΄ ἡδονῆς Plut.)
6) крепко удерживающий в памяти, хорошо запоминающий(κ. καὴ μνημονικός Plut.)
-
110 κρατιστος
(ᾰ), эп. κάρτιστος 31) чрезвычайно сильный, сильнейшийκ. πετεηνῶν Hom. — (орел), сильнейшее из пернатых;
κ. Ἑλλήνων Soph. = Ἀχιλλεύς;κ. θεῶν Pind. = Ζεύς;καρτίστη μάχη Hom. — жесточайшая битва;δεσμὸς κ. Plat. — крепчайшая связь2) (наи)лучшийκ. τέν ψυχήν Thuc. — лучший по душевным качествам;
οἱ κράτιστοι Xen. — знатнейшие из граждан;τὰ κράτιστα τῆς χώρας Xen. — лучшая часть страны;δυνάμεως τὸ κράτιστον Xen. — лучшая часть, цвет армии;διαβάλλειν τε καὴ ἀπολύσασθαι διαβολὰς κ. Plat. — весьма искусный как в клевете, так и в опровержении клеветы;φυγέειν κάρτιστον ἀπ΄ αὐτῆς Hom. — от нее (Скиллы) лучше всего бежать;ἀπὸ τοῦ κρατίστου Polyb. — самым серьезным образом - см. тж. κράτιστα -
111 λινοδεσμος
-
112 νηλεης
эп. νηλειής, стяж. νηλής 2[ἔλεος]1) безжалостный, жестокий(ἦτορ, δεσμός, θυμός, ἦμαρ Hom.)
2) не вызывающий страдания, безжалостно брошенный(σῶμα Soph.)
-
113 ποικιλος
31) пестрый, пятнистый(παρδαλέη Hom.; δράκων Pind.; νεβρίς Eur.)
2) разноцветный, расшитый или узорчатый(πέπλος Hom.; κιθών Her.)
3) покрытый резьбой, резной, разукрашенный(θώρηξ, δίφρος Hom.)
ποικίλοι τὰ νῶτα Xen. — с татуировкой на спинах4) раскрашенный, расписной(στοά Dem.)
5) разнообразный, различный(νοσήματα, ἡδοναί Plat.; ἐπιθυμίαι NT.)
6) сменяющийся(μῆνες Pind.)
7) изменчивый8) запутанный, сложный, мудреный, замысловатый(ἑλιγμοί Her.; νόμος Plat.; λόγος Arph.)
9) хитроумный, изворотливый, лукавый(Προμηθεύς Hes.; ἀλώπηξ Plat.; βουλεύματα Pind.)
10) искусно сделанный, искусный(δεσμός Hom.)
-
114 πολυδεσμος
-
115 ποσιδεσμος
ὅ связывающий ноги (вымышленное слово, от которого якобы происходит имя Ποσειδῶν) Plat. Γςατωμ. 402 е -
116 συμπλεκτικος
-
117 τετρακνημος
дор. τετράκνᾱμος 2[κνημία]1) с четырьмя спицамиδεσμὸς {. Pind. — узы с четырьмя спицами ( о колесе Иксиона)
2) привязанный к колесу с четырьмя спицами(ἴυγξ Pind.)
-
118 αδιάρρηκτος
η, ο [ος, ον ]1) невзломанный; 2) неразрывный, нерасторжимый, нерушимый;αδιάρρηκτος δεσμός — неразрывная связь;
αδιάρρηκτοςη φιλία — нерушимая дружба;
3) прочный, крепкий, надёжный -
119 γόρδιος
ία, ον:γόρδιος δεσμός — гордиев узел
-
120 συζυγικός
См. также в других словарях:
δεσμός — band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες … Dictionary of Greek
δεσμούς — δεσμός band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῷ — δεσμός band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμόν — δεσμός band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek