Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(στοά

См. также в других словарях:

  • στοά — στοά̱ , στοά roofed colonnade fem nom/voc/acc dual στοά̱ , στοά roofed colonnade fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοᾷ — στοά roofed colonnade fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • Στοά — Als Stoa (griech. Στοά) wird eines der wirkungsmächtigsten philosophischen Lehrgebäude in der abendländischen Geschichte bezeichnet. Tatsächlich geht der Name (griechisch στοὰ ποικίλη – „bemalte Vorhalle“) auf eine Säulenhalle auf der Agora, dem… …   Deutsch Wikipedia

  • Στοὰ — Als Stoa (griech. Στοά) wird eines der wirkungsmächtigsten philosophischen Lehrgebäude in der abendländischen Geschichte bezeichnet. Tatsächlich geht der Name (griechisch στοὰ ποικίλη – „bemalte Vorhalle“) auf eine Säulenhalle auf der Agora, dem… …   Deutsch Wikipedia

  • στοά — η 1. είδος οικοδομήματος με κιονοστοιχία στη μια ή και στις δύο πλευρές του. 2. δίοδος στεγασμένη μέσα σε κάποιο κτιριακό συγκρότημα. 3. υπόνομος ορυχείου. 4. «τεκτονική στοά», τόπος όπου συνεδριάζουν οι τέκτονες και τμήμα του τεκτονικού τάγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ποικίλη Στοά — I Μια από τις στοές της Αγοράς της Αθήνας, που είχε ιδρυθεί από τον γαμπρό του Κίμωνα, Πεισιάνακτα, και γι’ αυτό αρχικά ονομαζόταν Πεισιανάκτιος. Επειδή όμως με τον καιρό κοσμήθηκε με διάφορους ζωγραφικούς πίνακες και έμοιαζε με πινακοθήκη, την… …   Dictionary of Greek

  • στοᾶι — στοᾷ , στοά roofed colonnade fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοάν — στοά̱ν , στοά roofed colonnade fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοάς — στοά̱ς , στοά roofed colonnade fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοαῖν — στοά roofed colonnade fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»