-
41 βαρύ-δεσμος
βαρύ-δεσμος, schwergefesselt, Nonn. D. 25, 140.
-
42 μαστό-δεσμος
μαστό-δεσμος, ὁ, = Folgdm, Galen.
-
43 διά-δεσμος
διά-δεσμος, ὁ, durchgehendes Band, Hippocr.
-
44 λυγό-δεσμος
λυγό-δεσμος, mit Weidenzweigen gebunden, Ἄρτεμις, Paus. 3, 16, 11.
-
45 λινό-δεσμος
λινό-δεσμος, = Folgd., λινοδέσμῳ σχεδίᾳ, Aesch. Pers. 68.
-
46 ἀπό-δεσμος
ἀπό-δεσμος, ὁ, 1) Band, Brustbinde, οἷς ἐνῆν τιτϑίδια Ar. Poll. 7, 66; Luc. D. Mer. 12. – 2) Bündel, Plut. Dem. 30.
-
47 ἀν-δεσμός
ἀν-δεσμός, p. = ἀνάδεμα, ἀναδεσμός.
-
48 ἀνά-δεσμος
ἀνά-δεσμος, ὁ, dasselbe, Eur. Med. 967, χρυσέων ἀναδέσμων, wo Porson u. Andere ἀναδεσμῶν schreiben; κόμης ἀνάδεσμος, durch das Metrum geschützt, Mel. 117 ( Plan. 134).
-
49 ὀλιγο-σύν-δεσμος
ὀλιγο-σύν-δεσμος, mit weniger Verbindung, mit wenigen Verbindungswörtern, D. Hal. de C. V. 22.
-
50 ἐπι-συν-δεσμός
ἐπι-συν-δεσμός, ὁ, dasselbe, der Verband, Sp.
-
51 ἐπί-δεσμος
ἐπί-δεσμος, ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic.
-
52 ἐννεά-δεσμος
ἐννεά-δεσμος, mit neun Bändern, Gelenken, Nic. Th. 780.
-
53 ὑπο-δεσμός
ὑπο-δεσμός, ὁ, = ὑπόδημα; Hippocr.; Pol. 11, 9, 4.
-
54 ἔν-δεσμος
ἔν-δεσμος, ὁ, Einband, Band, Sp.
-
55 ώρό-δεσμος
ώρό-δεσμος, ὁ, Strohseil zum Binden der Korngarben, VLL.
-
56 ἱμαντό-δεσμος
ἱμαντό-δεσμος, ὁ, Band von Riemen, Hesych.
-
57 δεσμούς
δεσμόςband: masc acc pl -
58 δεσμά
δεσμόςband: neut nom /voc /acc pl -
59 δεσμόν
δεσμόςband: masc acc sg -
60 δέσμα
δέσμα, τό, Band, Binde, von δέω »binden«, vgl. δεσμός; bei Homer dreimal, in der Form δέσματα: Odyss. 1, 204 οὐδ' εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ' ἐχῃσιν, Fesseln, Bande, δέσματα Subject; Odyss. 8, 278 ἀμφὶ δ' ἄρ' ἑρμῖσιν χέε δέσματα κύκλῳ ἁπάντῃ, Fesseln, vgl. vs. 274 δεσμούς, vs. 296 δεσμοί, vs. 317 δεσμός, vs. 336 δεσμοῖς, vs. 340 δεσμοί, vs. 353 δεσμόν, vs. 359 δεσμόν, vs. 360 δεσμοῖο; Iliad. 22, 468 δέσματα Kopfputz, Kopfbinden der Andromache, τῆλε δ' ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόεντα, ἄμπυκα κεκρύφαλόν τε ἰδὲ πλεκτὴν ἀναδέσμην κρήδεμνόν ϑ', ὅ ῥά οἱ δῶκε χρυσέη Ἀφροδίτη, vgl. Scheil. Didym. und Aristonic.
См. также в других словарях:
δεσμός — band masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… … Dictionary of Greek
δεσμός, χημικός — Το σύνολο των δυνάμεων που δρουν μεταξύ των ατόμων και έχουν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό διατάξεων που μπορούν να θεωρηθούν καθορισμένα μοριακά είδη. Για τη δημιουργία του χ.δ. μετέχουν τα περιφερειακά ηλεκτρόνια των ατόμων, γι’ αυτό και ο τύπος … Dictionary of Greek
δεσμός — ο πληθ. δεσμοί, οι, και δεσμά, τα 1. οποιοδήποτε μέσο χρησιμοποιούμε για να δένουμε: Οι σκαλωσιές συγκρατούνται μεταξύ τους από ισχυρούς δεσμούς. 2. μτφ., στενή ηθική, νομική ή συναισθηματική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους: Διατηρεί στενούς δεσμούς… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιθερικός δεσμός — Ο χημικός δεσμός των αιθέρων, πολύ ανθεκτικός, που διασπάται συνήθως με υδροχλωρικό οξύ. Βλ. λ. αιθέρες … Dictionary of Greek
δεσμούς — δεσμός band masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμά — δεσμός band neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμῷ — δεσμός band masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεσμόν — δεσμός band masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχαδόδεσμος — ο δεσμός με τον οποίο προσδένεται η ισχάδα*, η μικρή άγκυρα που προσδένεται στα πλευρά τής μεγάλης άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς (Ι) + δεσμος (< δεσμός < δέω [ΙΙ]), πρβλ. κεφαλό δεσμος στηθό δεσμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλία… … Dictionary of Greek
πέδη — η, ΝΑ (ιδίως στον πληθ.) (για τα άλογα) δεσμός τών ποδιών από σχοινί ή αλυσίδα για να εμποδίζει την κίνησή τους, πέδικλο, ποδοπέδη, κν. κιουστέκι νεοελλ. 1. (για πρόσ.) δεσμός τών χεριών τών εγκληματιών ή υποδίκων για να τους εμποδίζει να… … Dictionary of Greek