-
1 δεσμευτικός
δεσμευτικός, zum Binden tauglich, Plat. Legg. VIII, 847 d.
-
2 δεσμευτικος
-
3 δεσμευτικός
-
4 δεσμευτικός
η, ό[ν] обязывающий; связывающий; кабальный -
5 δεσμευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεσμευτικός
-
6 δεσμευτικός
obligatoire -
7 δεσμευτικός
bindingΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δεσμευτικός
-
8 кабальный
кабальныйприл δεσμευτικός, δουλικός, ὑποδουλωτικός. -
9 δεσμευτικού
-
10 δεσμευτικοῦ
-
11 δέω 1
δέω 1.Grammatical information: v.Meaning: `bind'.Other forms: Aeol. etc. δίδημι (s. below), aor. δῆσαι, perf. Med. δέδεμαι (Il.), with δέδεκα (Att.), aor. pass. δεθῆναι (Att.)Derivatives: - δημα (as simplex [= Skt. dā́man-, s. below] only sch. A. R. 2, 535) esp. in ὑπόδημα `shoe, sandal' (Od.) with ὑποδημάτιον (Hp.), ὑποδηματάριος `shoemaker' (Hypata IIp), διάδημα `band, diadem' (X.) with διαδηματίζομαι (Aq.); sec. zero grade in δέμα (Plb.). δεσμός, pl. also δεσμά, δέσματα `band, fetter' (Il.; on σμ- Schwyzer 493 and Chantraine 140f.) with several deriv: δέσμιος `fettered' (trag.), δεσμίης μαστιγίας, ὅς ἄξιός ἐστι δεσμῶν H., δεσμίς (Hp.), δεσμίδιον (Dsc.), δεσμάτιον (Sch.), δεσμώματα pl. `fetters' (A.); δεσμώτης `prisoner' and δεσμωτήριον `prison' (Ion.-Att.); denomin. δεσμεύω `bind, fetter' (Hes.) with rare δεσμευτής (Sch.), δεσμευτικός (Pl.), δεσμευτήριον (pap.), δέσμευσις (pap.); δεσμέω `id.' (hell. and late) with δέσμημα (Tz.); - ἀναδέσμη `band for the hair of women' (Χ 469), δέσμη `bundle' (Att.). δέσις `binding etc.' (Pl.), esp. ὑπό-δεσις `binding of shoes, sandals' (Ion.- Att.). δεταί pl. `torch, fire' (Λ 554, Ar. V. 1361, H.); rather verbal noun `binding, bundle' than from δετός (Opp.); dimin. δετίς (Gal.). δητοί pl. `bundle' ( Sammelb. 1, 5, IIIp). - δετήρ, - δέτης in ἀμαλλο-δετῆρες `binder of sheaves' (Σ 553, 554; s. Chantr. Form. 323; right in) ἀμαλλο-δέται (Theok., AP) as ἱππο-δέτης (S.), κηρο-δέτας (E. in lyr.). δέμνια, κρήδεμνα s. v.Etymology: Directly agree δετός ( διά-δετος A., δετός Opp.) and Skt. ditá- `bound' as well as δῆμα ( ὑπό-δημα etc.; s. above) and Skt. dā́man- `band'. Of the presents δίδημι (Λ 105) is prob. an innovation to δήσω, δῆσαι etc. after θήσω: τίθημι. The ε-vowel in δέω, δέσις, δετός etc. like that in τί-θε-μεν, θέσις etc. must be the zero grade dh₁- beside dē- in δήσω etc.; (the Skt. pres. - dyati (ā́-dyati) `bind' from *dh₁-i̯e-ti.).Page in Frisk: 1,374-375Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δέω 1
-
12 obligatoire
1) δεσμευτικός2) υποχρεωτικός -
13 binding
1) δέσιμο2) δεσμευτικός
См. также в других словарях:
δεσμευτικός — ή, ό (AM δεσμευτικός, ή, όν) [δεσμεύω] αυτός που επιφέρει δέσμευση («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου») … Dictionary of Greek
δεσμευτικός — ή, ό αυτός που δεσμεύει: Σε κάθε συμβόλαιο υπάρχουν δεσμευτικοί όροι και για τις δύο πλευρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεσμευτικοῦ — δεσμευτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέσμιος — α, ο (AM δέσμιος, ία, ιον Α και ος, ον) [δεσμός] 1. δεμένος με δεσμά, δεσμώτης 2. αυτός που δεν έχει ελευθερία δράσεως, ο υποχείριος («δέσμιος τών δανειστών του», «δέσμιοι του σκότους») αρχ. μσν. απόλυτα αφοσιωμένος («Παῡλος δέσμιος Χριστοῡ») αρχ … Dictionary of Greek
περιοριστικός — ή, ό / περιοριστικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιορίζω] αυτός που καθορίζει, που επιβάλλει όρια νεοελλ. 1. δεσμευτικός, κατασταλτικός («επιβλήθηκαν περιοριστικά μέτρα») 2. φρ. «περιοριστικές κρίσεις» (λογ.) οι κρίσεις τών οποίων το κατηγορούμενο εκφράζεται… … Dictionary of Greek
περιοριστικός — ή, ό αυτός που περιορίζει, δεσμευτικός: Περιοριστικές διατάξεις του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)