-
1 γλυκυδερκής
γλῠκυ-δερκής, ές,A with a sweet glance, Hsch., Cyr.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκυδερκής
-
2 δυσδερκής
δυσ-δερκής, ές,A ill to look upon, grim, ugly, ib.3.263, H.1.47.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδερκής
-
3 κακοδερκής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδερκής
-
4 λιθοδερκής
λῐθο-δερκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιθοδερκής
-
5 μεσοδερκής
μεσο-δερκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεσοδερκής
-
6 νεκροδερκής
νεκρο-δερκής, ές,A looking like the dead, Man.4.555 (s.v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεκροδερκής
-
7 ξανθοδερκής
ξανθο-δερκής, ές,A with fiery eyes, of a dragon, B.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξανθοδερκής
-
8 πανδερκής
παν-δερκής, ές,II [voice] Act., all-seeing, AP9.525.17, Q.S.2.443, Orph.Fr.62.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδερκής
-
9 πολυδερκής
πολῠ-δερκής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδερκής
-
10 Πολυδεύκης
A Pollux, Il.3.237, Od.11.300: hence Adj. [full] Πολυδεύκειος, [dialect] Ep. fem.Πολυδευκεΐη, χείρ Call.Fr. 496
.II Adj. πολυδευκής, ές, v.l. for πολυηχής in Od.19.521 ap.Ael.NA5.38 ([etym.] τὴν ποικίλως μεμιμημένην ) and Hsch. (πολλοῖς ἐοικυῖαν, cf. δευκές).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πολυδεύκης
-
11 ἀμβλυδερκής
ἀμβλῠ-δερκής, ές,A dull of sight, Nicom. Trag. ap. Phot.p.89 R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλυδερκής
-
12 ὀβριμοδερκής
ὀβρῐμο-δερκής, ές,A with mighty glance, of Athena, B.15.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀβριμοδερκής
-
13 ὀξυδερκής
ὀξυ-δερκής, ές,A sharp-sighted, quick-sighted, Luc.Tim.25, al.: [comp] Comp.- έστερος Id.Vit.Auct.26
, Hegesand.9 ;ὄψις Alex.Aphr.in Top.262.10
: [comp] Sup.- έστατος Hdt.2.68
, Arist.Mir. 834b28. Adv.- κῶς Ph.1.590
: [comp] Comp. - έστερον ib. 229.II [voice] Act., promoting quickness of sight,ὕδωρ Diocl.Fr.128
, cf. Dsc.5.5, Gal.12.263, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυδερκής
См. также в других словарях:
ευδερκής — εὐδερκής, ές (Α) 1. αυτός που βλέπει καλά 2. αυτός που έχει λαμπρούς οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω») πρβλ. γλυκυ δερκής, οξυ δερκής)] … Dictionary of Greek
ιοδερκής — ἰοδερκής, ές (Α) αυτός που έχει μενεξεδιά μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. οξυ δερκής, παν δερκής] … Dictionary of Greek
λιθοδερκής — λιθοδερκής, ές (Α) αυτός που απολιθώνει με το βλέμμα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. ιο δερκής, οξυ δερκής] … Dictionary of Greek
νεκροδερκής — νεκροδερκής, ές (Α) αυτός που έχει όψη νεκρού, που φαίνεται όμοιος με νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»), πρβλ. λιθο δερκής, μεσο δερκής] … Dictionary of Greek
θεοδερκής — θεοδερκής, ές (Α) αυτός που βλέπει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δερκής (< δέρκομαι), πρβλ. οξυ δεκρής, παν δερκής] … Dictionary of Greek
ιμεροδερκής — ἱμεροδερκής, ές (Α) αυτός που κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek
μεσοδερκής — μεσοδερκής, ές (Α) αυτός ο οποίος βλέπει προς το μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek
ξανθοδερκής — ξανθοδερκής, ές (Α) (για δράκοντα) αυτός που έχει φλογερό βλέμμα («ξανθοδερκής δράκων», Βακχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek
οβριμοδερκής — ὀβριμοδερκής, ές (Α) (ποιητ. τ.) (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή τής οποίας το βλέμμα είναι σκληρό και αδυσώπητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek
οξυδερκής — ές (ΑΜ ὀξυδερκής και ὀξυδορκής, ές) αυτός που έχει οξεία όραση, που βλέπει μακριά νεοελλ. αυτός που έχει οξεία κρίση και αντίληψη, οξύνους μσν. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυδερκές η οξυδέρκεια αρχ. αυτός που παρέχει οξυδέρκεια, οξεία όραση («ὀξυδερκές… … Dictionary of Greek
πανδερκής — ές, Α 1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να δει από όλες τις πλευρές 2. αυτός που βλέπει τους πάντες ή τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυ δερκής] … Dictionary of Greek