-
1 παντοῖος
παντοῖος, allerlei, von allerlei Art, mannigfach; κύματα παντοίων ἀνέμων, Il. 2, 397; παντοίης ἀρετῆς, 22, 268, öfter; χρεῖαι, Pind. N. 8, 71; παντοίᾳ τέχνῃ, λύπαισι παντοίαισιν, Soph. Ai. 739 O. R. 915; ἀρετή, Eur. Med. 845; πολλὰ καὶ παντοῖα ἀκούσας κακά, Ar. Thesm. 388; u. in Prosa, ἄνϑρωποι, Plat. Legg. II, 665 e; πᾶσαν καὶ παντοίαν σοφίαν, Phil. 30 b; Folgde; – παντοῖος γίγνεται, eigtl. er nimmt jede mögliche Gestalt an, von einem solchen, der aus Furcht oder sonst einer Leidenschaft sich zu jeder möglichen That bewegen läßt, alle Mittel aufbietet, παντοῖοι ἐγένοντο δεόμενοι, sie boten Alles mit Bitten auf, Her. 7, 10, 3; auch παντοίη ἐγίνετο, μὴ ἀποδημῆσαι τὸν Πολυκράτεα, wo man δεομένη ergänzen muß, 3, 124, vgl. 9, 109; oft bei Sp., παντοῖος γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας, Plut. Mar. 30; u. Luc., auch παντοῖοι ὑπ' εὐφροσύνης γενόμενοι, die sich vor Freuden nicht zu lassen wußten, Demon. 6; und παντοῖος ἦν δεδιώς, D. D. 21, 2; παντοῖος ἦν ὑπ' ἀπορίας, pro lapsu in salt. 1; – παντοίως, auf jede Art u. Weise, Her. 7, 211; Plat. Rep. VIII, 559 d u. Sp.
-
2 ἱερεῖτις
ἱερεῖτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen; bei Aesch. frg. 78 erkl. es Hesych. καϑαρμοῦ δεομένη.
См. также в других словарях:
δεομένη — δέομαι lack pres part mp fem nom/voc sg (epic ionic) δέω 1 bind pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) δέω 2 lack pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) δέω 2 lack pres part mid fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεομένῃ — δέομαι lack pres part mp fem dat sg (epic ionic) δέω 1 bind pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) δέω 2 lack pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) δέω 2 lack pres part mid fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεομένηι — δεομένῃ , δέομαι lack pres part mp fem dat sg (epic ionic) δεομένῃ , δέω 1 bind pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) δεομένῃ , δέω 2 lack pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) δεομένῃ , δέω 2 lack pres part mid fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κατακόμβες — Υπόγεια κοιμητήρια, χριστιανικά κατά κανόνα, τα οποία αποτελούνται από στοές, όπου θάβονταν οι νεκροί μέσα σε λαξευτούς τάφους. Η ονομασία τους προέρχεται από την έκφραση adcatacumbas, που δήλωνε την περιοχή του ναού του Αγίου Σεβαστιανού και του … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
Αντισθένης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος φιλόσοφος (Αθήνα 444; – περ. 365 π.Χ.). Μαθητής του Γοργία αρχικά, προσελκύεται τελικά από την προσωπικότητα του Σωκράτη και εγκαταλείπει τον πρώτο δάσκαλό του με χλευασμούς. Μετά τον θάνατο του Σωκράτη,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek