-
1 δεξιώματα
δεξίωμαacceptable thing: neut nom /voc /acc pl -
2 δεξιωμα
I- ατος τό [δεξιά] досл. обмен рукопожатиями, перен. единодушие, дружба(τὰ ξύμφωνα δεξιώματα Soph.)
II- ατος [δέχομαι] τό предмет радости, наслаждение(δ. κάλλιστον βροτοῖς Eur.)
-
3 ξυμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
4 συμφωνος
21) созвучный, стройно звучащий(χορδαί HH.)
2) звучащий в ответ, откликающийсяτῆς βοῆς σ. λιμήν Soph. — гавань, отзывающаяся эхом на крик
3) стройный, пропорциональный, размеренный, гармоничный(ἀριθμοί Plat.; φοραί Arst.)
4) согласующийся, соответствующийβίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Plat. — жизнь, в которой слова соответствуют делам
5) согласный, дружный, единодушный(δεξιώματα Soph.)
6) достигнутый (взаимным) соглашением, согласованный(ὅροι Diod.)
7) последовательныйὃ ἐὰν συσταίη αἰσθάνεσθαι τὰ φυτά, σύμφωνον ἔσται Arst. — если он (т.е. Платон) станет утверждать, что растения чувствуют, это будет (с его точки зрения) последовательно
-
5 διασκεδάννυμι
A , Ar.V. 229, etc.:— scatter abroad, scatter to the winds,δούρατα Od.5.370
; ; l. c.; ;διασκεδᾶτε τὸ προσὸν νῦν νέφος Anaxandr.58
; of the wind, διεσκέδασεν αὐτὰ (sc. ναυάγια καὶ νεκροὺς)πανταχῇ Th.1.54
: metaph., BGU1253.12 (ii B.C.):—[voice] Pass., Eus.Mynd.63.2 in Hdt., τὸν στρατὸν διεσκέδασε disbanded it, 1.77, cf. 79:—[voice] Pass., 1.63, 5.15, Th.3.98, D.C. 47.38;δ. κατ' ἑωυτοὺς ἕκαστοι Hdt.8.57
(but also of an enemy, scatter, 8.68.β).4 in [voice] Pass., of reports, to be spread abroad, Hdn.7.6.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διασκεδάννυμι
-
6 σύμφωνος
σύμφων-ος, ον,A agreeing in sound, harmonious, Ar.Av. 221 (anap.), 659 (anap.);Χορδαί h.Merc. 51
;μέλος S.Ichn.319
; echoing to cries, Id.OT 421; of a musical accompanist, AP9.584.2 as musical term, in concord or unison with, Pl.Ti. 80a, Lg. 812d;σ. φθόγγοι Thphr.Fr.89.7
; distd. from ἀντίφωνος and ὁμόφωνος, Arist.Pr. 918b30, 921a7; distd. (as epith. of fifths, fourths, etc.) from ὁμόφωνος (of octaves, double octaves, etc.) and ἐμμελής (of smaller intervals), Ptol.Harm.1.7; τὸ σ., = συμφωνία, Pl.Phlb. 56a.3 τὰ ς. consonants, D.T.631.12, A.D. Pron.11.2, al., Heph.1.1, etc.II metaph., harmonious, in harmony or proportion,τίνες σ. ἀριθμοί, καὶ τίνες οὔ Pl.R. 531c
;σ. φοραί Arist. de An. 406b31
;ὁ βίος σ. τοῖς λόγοις πρὸς τὰ ἔργα Pl.La. 188d
; of a person,σ. ἑαυτὸν κατασκευάσαι κατὰ τὸν βίον Plb.31.25.8
; τὸ ς. harmonious order, Arist.Mu. 396b8.2 harmonious, agreeing, friendly,ἡσυχία Pi.P.1.70
; ; σ. τινί in harmony or agreement with,σ. αὐτὰ αὑτοῖς Pl.R. 380c
;σύμφωνα οἷς ἔλεγες Id.Grg. 457e
;σ. τῷ ὀνόματι Id.Cra. 395e
, cf. 436c, Gal.16.790 ([comp] Comp.);ἡδοναὶ.. σ. τοῖς ὀρθοῖς λόγοις Pl.Lg. 696c
, cf. Thphr.CP6.11.14; esp. concordant, of theory with observed fact, Id.Ign.61;σ. τοῖς φαινομένοις Epicur. Ep.2p.52U.
,Nat.11.10 ([comp] Comp.), al. (and so Adv., - νως τοῖς φ. Id.Ep.2p.36U.); rarely with πρός, as πρὸς ἀρετήν, Pl.Ep. 332d;σταθμοῖς καὶ μέτροις συμφώνοις ποτὶ τὰ δαμόσια IG5(1).1390.100
(Andania, i B.C.): c. gen.,ὅσα τοῦ γένους ἐστὶ τούτου σύμφωνα Pl.Phlb. 11b
; ἐγένετο πᾶσι σύμφωνον περί τινος they were agreed, Plb.23.4.8; σ. ἐστί τινι πρός τινα Id.6.36.5: rarely of persons,σ. γενέσθαι περι τινων Id.18.9.5
;σ. εἶναί τισι Id.30.8.7
; of planets, in harmony, Vett. Val.37.25. Adv. , D.S.15.18, Herod.Med. in Rh.Mus.49.555, 58.86; τινι D.S.1.98, cf. LXX 4 Ma.14.6;σ. ἔχειν τινί Ptol.Geog.1.17.2
.3 [voice] Pass., agreed upon,σ. ὅροι D.S.5.6
;σύμφωνον καὶ ὁμόλογον ταῖς πόλεσιν ὑπὲρ τῆς πανηγύρεως OGI444.1
(Ilium, i B.C.);ἐκ συμφώνου BGU917.8
(iv A.D.), Cod.Just.8.10.12; ([place name] Lycia).III σύμφωνος, ἡ, = συμφωνιακή 11, Aret.CD2.5; name of a cough-mixture used by Antonius Musa, Gal.13.61.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμφωνος
См. также в других словарях:
δεξιώματα — δεξίωμα acceptable thing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek