-
1 δεκαλιτρος
См. также в других словарях:
ημιστάτηρον — ἡμιστάτηρον, τὸ (Α) μισός στατήρας, αρχαίο νόμισμα αξίας δέκα αργυρών δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + στατηρον (< στατήρ), πρβλ. εκατον στάτηρον, πεντηκοντα στάτηρον] … Dictionary of Greek
πενταστάτηρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος πέντε στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek
τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek
τριστάτηρος — ον, Α αυτός που αξίζει τρεις στατήρες, που η τιμή του είναι τρεις στατήρες («τριστάτηρος χλαμύς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάτηρος (< στατήρ, ῆρος «μονάδα βάρους, νομισματική μονάδα»), πρβλ. δεκα στάτηρος] … Dictionary of Greek