-
1 десятикратный
десятикратн||ыйприл δεκαπλάσιος, δεκαπλοῦς:в \десятикратныйом размере δεκαπλάσια. -
2 десятикратный
[ντισιτικράτνυϊ] εκ. δεκαπλάσιος -
3 десятикратный
[ντισιτικράτνυϊ] επ δεκαπλάσιος -
4 десятеричный
επ.δεκαπλάσιος.εκφρ.«И» -ое – το «ί» πριν την ορθογρ. μεταρρύθμιση του 1917.|| παλ. ο αριθμός 10. -
5 десятерной
αριθμ. δεκαπλάσιος. -
6 десятикратный
αριθμ. δεκαπλάσιος•в -ом размере στο δεκαπλάσιο.
-
7 удесятерённый
επ.από μτχ. δεκαπλάσιος, πολύ δυνατός ή αυξημένος. -
8 Tenfold
adj.P. δεκαπλοῦς, δεκαπλάσιος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tenfold
См. также в других словарях:
δεκαπλάσιος — tenfold masc nom sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιος — α, ο (AM δεκαπλάσιος, α, ον) δέκα φορές μεγαλύτερος ως προς την ποσότητα ή το μέγεθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + πλάσιος* (πρβλ. διπλάσιος, τριπλάσιος)] … Dictionary of Greek
δεκαπλάσιος — α, ο αυτός που είναι δέκα φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλον: Παίρνω δεκαπλάσια αμοιβή τώρα που έγινα γνωστός επαγγελματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκαπλασίως — δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc acc pl (doric) δεκαπλάσιος tenfold adverbial δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιον — δεκαπλάσιος tenfold masc acc sg δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc sg δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc sg δεκαπλασίων masc/fem voc sg δεκαπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασίων — δεκαπλάσιος tenfold fem gen pl δεκαπλάσιος tenfold masc/neut gen pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem/neut gen pl δεκαπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασίους — δεκαπλάσιος tenfold masc acc pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλασίῳ — δεκαπλάσιος tenfold masc/neut dat sg δεκαπλάσιος tenfold masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσια — δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc pl δεκαπλάσιος tenfold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιοι — δεκαπλάσιος tenfold masc nom/voc pl δεκαπλάσιος tenfold masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκαπλάσιαι — δεκαπλάσιος tenfold fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)