-
1 δεκάδα
η1) десяток; 2) декада -
2 δεκάδα
δεκάςcompany of ten: fem acc sg -
3 δεκάδα
[декада] ουσ. Θ. десятокΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δεκάδα
-
4 δεκάδα
[декада] ουσ θ десяток. -
5 δεκάδ'
δεκάδα, δεκάςcompany of ten: fem acc sgδεκάδι, δεκάςcompany of ten: fem dat sgδεκάδε, δεκάςcompany of ten: fem nom /voc /acc dual -
6 десяток
-
7 десяток
-тка α.1. δεκάδα (ομοειδών αντικειμένων)•десяток яйц δεκάδα αυγών.
|| δεκαετία•ему пошёл шестой десяток αυτός πέρασε τα πενήντα.
2. πλθ. -и οι δεκάδες, ο πριν τις μονάδες αριθμός.εκφρ.он не робкого -тка – δεν είναι απ' εκείνους που φοβούνται, είναι τολμηρός. -
8 κοσμέω
κοσμέω, 1) ordnen; bes. ein Heer zur Schlacht in Reih' und Glied stellen, Il., κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας 2, 534, vgl. 14, 379; ἐπεὶ κόσμηϑεν, = ἐκοσμήϑησαν, 3, 1; πένταχα κοσμηϑέντες, in fünf Schaaren geordnet, 12, 87 (vgl. διακοσμέω); auch im med., κοσμησάμενος πολιήτας, nachdem er sich die Bürger, seine Bürger geordnet hat, 2, 806; Θρῇκα κοσμήσων στρατόν Eur. Rhes. 662; u. in Prosa, ἐπὶ τάξις πλεῦνας ἐκεκοσμέατο Her. 9, 31, στρατιὰ ϑεῶν κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. Phaedr. 247 a; auch τεταγμένον τε καὶ κεκοσμημένον πρᾶγμα, Gorg. 504 a; auch ταπεινὸς καὶ κεκοσμημένος, gesetzt u. bescheiden, Legg. IV, 716 a. – Daher auch = befehl en, Soph. Ai. 1082, τὰ κοσμούμενα, die Anordnungen, Befehle, Ant. 673; so noch D. Hal. 2, 7, ἡγεμὼν ἑκάστην ἐκόσμει δεκάδα. – Bes. bei den Kretern = die höchste obrigkeitliche Würde haben, Pol. 23, 15, 1; vgl. Arist. pol. 2, 10. – Uebh. anordnen, einrichten; δεῖπνον Pind. N. 1, 22; τράπεζαν Xen. Cyr. 8, 2, 6; τράπεζαν ἀφϑόνως αὑτῷ κεκοσμημένον Bato bei Ath. XIV, 639 f; vgl. noch Soph. ἡ μὲν εἰς τάφον λέβητα κοσμεῖ, El. 1393; ἀοιδήν H. h. 6, 59; ἔργα κοσμεῖν, die Geschäfte ordentlich ausrichten, verrichten, Hes. O. 308. – Κοσμεῖσϑαι εἴς τι, zu Etwas gerechnet, zugeordnet werden, τὰ τέκνα αὐτοῦ εἰς Πέρσας κεκοσμέαται, Her. 6, 41, vgl. 3, 91. – 2) schmücken, zieren, χρυσῷ κοσμηϑεῖσα Ἀφροδίτη H. h. Ven. 65; Hes. O. 72 Th. 573; δόμον τριπόδεσσιν Pind. I. 1, 19; λαφύροις δῶμα κοσμήσει πατρός Aesch. Spt. 461; τοῖς ἐμοῖς ὅπλοισι κοσμηϑεὶς φανεῖ Soph. Phil. 1053, wie Eur. Phoen. 1368 u. öfter; in Prosa häufig, z. B. ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις κοσμούμενος Plat. Phaedr. 249 d; auch μεϑ' ὅπλων τε καὶ ἵππων κοσμεῖσϑαι, Legg. VII, 796 c; Sp. – Ehren, bes. die Todten, τάφον Soph. Ant. 592, λουτροῖς ἐκόσμησ' ἄϑλιον βάρος El. 1128, ὅταν σὺ κοσμήσῃς νέκυν Eur. Troad. 1147; mit Worten, εὖ ὅδε ἑαυτὸν κοσμεῖ τῷ λόγῳ Plat. Lach. 197 e, u. so auch A.; αἱ τῶνδε ἀρεταὶ τὴν πόλιν ἐκόσμησαν Thuc. 2, 42; καὶ τιμᾶν Xen. Cyr. 1, 3, 3; auch ἐπὶ τὸ μεῖζον κοσμεῖν, ausschmücken u. vergrößern, Thuc. 1, 21; bereichern, πλούτῳ ὑπερβάλλοντι ἐκόσμησε Hdn. 3, 10, 12.
-
9 десяток
η δεκάδα, η δεκαριάдольные - ки мн. τα δέκατα, τα υποπολλαπλάσια του δέκα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > десяток
-
10 децима
муз. η δεκάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > децима
-
11 десяток
десят||окм ἡ δεκαριά, ἡ δεκάδα [-άς]:три \десятокка τρεις δεκάδες· ◊ ему пошел пятый \десяток πέρασε τά σαράντα· он не робкого \десятокка разг δέν εἶναι ἀπ' αὐτούς πού φοβούνται, δέν εἶναι φοβιτσιάρης. -
12 δεκάς
-
13 декада
-ы θ.δεκάδα. || δεκαήμερο. -
14 десятеро
-ых αριθμ. δεκάδα. -
15 децима
-ы θ. (μουσ.) δεκάδα. -
16 ὀγδόατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀγδόατος
См. также в других словарях:
δεκάδα — η (AM δεκάς) [δέκα] 1. ο αριθμός που αποτελείται από δέκα μονάδες 2. ομάδα δέκα ατόμων νεοελλ. σύνολο δέκα ομοειδών αντικειμένων αρχ. 1. παρέα, συντροφιά 2. το ένα δέκατο, η δεκάτη 3. φρ. «ἡ ἀττική δεκάς» οι δέκα αττικοί ρήτορες 4. φρ. «Λύκου… … Dictionary of Greek
δεκάδα — η σύνολο που αποτελείται από δέκα μονάδες: Το εκατό αποτελείται από δέκα δεκάδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκάδα — δεκάς company of ten fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάδ' — δεκάδα , δεκάς company of ten fem acc sg δεκάδι , δεκάς company of ten fem dat sg δεκάδε , δεκάς company of ten fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NUMERI — I. NUMERI a Minerva inventi, ut olim creditum: Unde Romanis lex scripta, ut qui Maximus Praetor esset, clavum iuxta huius Deae simulacrum, in Capitolio, pangeret, quo numerus annorum inde cognosceretur, Liv. l. 7. c. 3. Numeriae vero Deae, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
ένδεκα — και έντεκα, οι, τα (AM ἕνδεκα, οι, αι, τα) 1. (άκλ. απόλ. αριθμητ.) ποσότητα που αποτελείται από μια δεκάδα και μια μονάδα 2. οἱ ἕνδεκα οι έντεκα μαθητές τού Χριστού μετά την προδοσία τού Ιούδα νεοελλ. φρ. 1. «χαθήκαμε κι οι έντεκα» είμαστε… … Dictionary of Greek
αμερίκιο — Τεχνητό χημικό στοιχείο, με σύμβολο Am και ατομικό αριθμό 95. Είναι ραδιενεργό και απαντά σε μια δεκάδα ισοτόπων, οι χρόνοι μέσης ζωής (ραδιενέργεια) των οποίων κυμαίνονται μεταξύ λίγων δεκάδων λεπτών και μερικών χιλιάδων ετών. Το ανακάλυψαν το… … Dictionary of Greek
αποκρυφισμός — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται όλα τα ιστορικο πολιτιστικά φαινόμενα, σε οποιαδήποτε χώρα, εποχή ή πολιτισμό, τα οποία συνίστανται στην κατοχή και την άσκηση μιας μυστικής διδασκαλίας, λίγο έως πολύ πολύπλοκης και συστηματικής, που έχει ως… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
δεκάρι — το 1. ποσότητα δέκα ομοειδών πραγμάτων, δεκάδα («ένα δεκάρι χαρτοφάκελα») 2. νόμισμα δεκάδραχμο, το δεκάρικο 3. το παιγνιόχαρτο που έχει δέκα έγχρωμα σήματα («δεκάρι καρό, κούπα σπαθί, μπαστούνι», «ρίξε ένα δεκάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα +… … Dictionary of Greek
δεκάς — η βλ. δεκάδα … Dictionary of Greek