Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δεισιδαιμονίᾳ

См. также в других словарях:

  • δεισιδαιμονία — δεισιδαιμονίᾱ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc/acc dual δεισιδαιμονίᾱ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισιδαιμονίᾳ — δεισιδαιμονίαι , δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc pl δεισιδαιμονίᾱͅ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισιδαιμονία — Ο φόβος προς τους δαίμονες (θεούς), η θεοσέβεια· ο φόβος για τις υπερφυσικές δυνάμεις· ο φόβος για τα πονηρά δαιμόνια. Η ύπαρξη δ. είναι συνυφασμένη κυρίως με τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου. Ανάγεται στη συναίσθηση της… …   Dictionary of Greek

  • δεισιδαιμονία — η φόβος για δαίμονες και υπερφυσικά όντα που προκαλούν κακό στον άνθρωπο: Στις αρχαίες φυλές υπήρχαν πολλές δεισιδαιμονίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεισιδαιμονίας — δεισιδαιμονίᾱς , δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc pl δεισιδαιμονίᾱς , δεισιδαιμονία fear of the gods fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισιδαιμονίαι — δεισιδαιμονία fear of the gods fem nom/voc pl δεισιδαιμονίᾱͅ , δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισιδαιμονίαν — δεισιδαιμονίᾱν , δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισιδαιμονιῶν — δεισιδαιμονία fear of the gods fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισιδαιμονίαις — δεισιδαιμονία fear of the gods fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεισιδαιμονίην — δεισιδαιμονία fear of the gods fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • БОГОПОЧИТАНИЕ — термин, значение к рого исчерпывается кругом смыслов, выражаемых терминами благоговение, благочестие и богослужение. Появляется в России в нач. XVIII в. (Кантемир Д. Книга систима, или Состояние мухаммеданския религии / Пер. с лат. Ильинского.… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»