-
1 δειπνοσύνη
δειπνοσύνη, ἡ, = δεῖπνον, Matro bei Ath. IV, 134 f.
-
2 δειπνοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνοσύνη
-
3 δειπνοσυνάων
δειπνοσυνά̱ων, δειπνοσύνηfem gen pl (epic aeolic) -
4 δεῖπνον
Grammatical information: n.Meaning: `meal' (Il.)Compounds: with - δεῖπνον as 2. member: 1. subst. ἀριστό-, λογό-, ψευδό-; 2. Bahuvrihi's in - δειπνος, ἄ-, σύν-, φιλό-. δείπνηστος (- ός), scil. καιρός `time for meal' (ρ 170), from δεῖπνον and ἐδ- `eat' (compositional lengthening) with το- as in δορπηστός and ἄριστον, with δειπνηστύς `id.' (H.).Derivatives: Demin. δειπνίον (Ar.), δειπνάριον (Diph., AP). - δειπνῖτις ( στολή) `cloth for meal' (D. C.). δειπνοσύνη = δεῖπνον (Matro; parodising); Δειπνεύς m. a heros in Achaia (Ath.). - Denomin. δειπνέω `use the δεῖπνον' (Il.), with δειπνητής `guest' (Plb.) with δειπνητικός (Ar.) and δειπνητήριον `room for meal' (J.). δειπνίζω `have as guest' (Od.) with δειπνιστήριον `room for meal' (Mantinea Ia); on δειπνέω and δειπνίζω s. Schwyzer 736.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No etymology. One assumes a mediterranean word. Fur. 339 assumes *δαιπνον and compares δάπτω, Lat. daps, damnum, etc.Page in Frisk: 1,358Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεῖπνον
См. также в других словарях:
δειπνοσύνη — δειπνοσύνη, η (Α) [δείπνον] (κωμική λέξη) δείπνο … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
δειπνοσυνάων — δειπνοσυνά̱ων , δειπνοσύνη fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)