Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δειπνητής

См. также в других словарях:

  • δειπνητής — δειπνητής, ο (Α) [δειπνώ] 1. αυτός που παραθέτει δείπνο 2. ο καλεσμένος σε δείπνο …   Dictionary of Greek

  • δειπνητής — diner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δειπνητῶν — δειπνητής diner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • δειπνητήριον — δειπνητήριον, το (AM) [δειπνητής] η αίθουσα τού δείπνου …   Dictionary of Greek

  • δειπνητικός — δειπνητικός, ή, όν (Α) [δειπνητής] Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που τού αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα 2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» επιστολές με θέμα τη μαγειρική II. επίρρ. δειπνητικῶς σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία τού μάγειρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»