-
1 δειπνητής
-
2 δειπνητης
-
3 δειπνητής
δειπνητήςdiner: masc nom sg -
4 δειπνητής
A diner, guest, Plb.3.57.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνητής
-
5 δειπνητών
-
6 δειπνητῶν
-
7 δεῖπνον
Grammatical information: n.Meaning: `meal' (Il.)Compounds: with - δεῖπνον as 2. member: 1. subst. ἀριστό-, λογό-, ψευδό-; 2. Bahuvrihi's in - δειπνος, ἄ-, σύν-, φιλό-. δείπνηστος (- ός), scil. καιρός `time for meal' (ρ 170), from δεῖπνον and ἐδ- `eat' (compositional lengthening) with το- as in δορπηστός and ἄριστον, with δειπνηστύς `id.' (H.).Derivatives: Demin. δειπνίον (Ar.), δειπνάριον (Diph., AP). - δειπνῖτις ( στολή) `cloth for meal' (D. C.). δειπνοσύνη = δεῖπνον (Matro; parodising); Δειπνεύς m. a heros in Achaia (Ath.). - Denomin. δειπνέω `use the δεῖπνον' (Il.), with δειπνητής `guest' (Plb.) with δειπνητικός (Ar.) and δειπνητήριον `room for meal' (J.). δειπνίζω `have as guest' (Od.) with δειπνιστήριον `room for meal' (Mantinea Ia); on δειπνέω and δειπνίζω s. Schwyzer 736.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: No etymology. One assumes a mediterranean word. Fur. 339 assumes *δαιπνον and compares δάπτω, Lat. daps, damnum, etc.Page in Frisk: 1,358Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δεῖπνον
См. также в других словарях:
δειπνητής — δειπνητής, ο (Α) [δειπνώ] 1. αυτός που παραθέτει δείπνο 2. ο καλεσμένος σε δείπνο … Dictionary of Greek
δειπνητής — diner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δειπνητῶν — δειπνητής diner masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ … Dictionary of Greek
δειπνητήριον — δειπνητήριον, το (AM) [δειπνητής] η αίθουσα τού δείπνου … Dictionary of Greek
δειπνητικός — δειπνητικός, ή, όν (Α) [δειπνητής] Ι. 1. ο φιλόδειπνος, αυτός που τού αρέσει να συμμετέχει σε δείπνα 2. φρ. «δειπνητικαὶ ἐπιστολαί» επιστολές με θέμα τη μαγειρική II. επίρρ. δειπνητικῶς σαν μάγειρας, με τη δεξιοτεχνία τού μάγειρα … Dictionary of Greek