-
1 δαλος
ὅ1) горящее полено, пылающая головня Hom., Hes., Aesch., Arst., Plut.2) факел, сигнальный огонь(ἀλωομένοις δαλὸν ἀνάπτειν Anth.)
3) молния(ἐμβαλεῖν δαλόν τινι Hom.)
4) «факел» ( вид метеора)5) обгорелое полено(δ. ὡς πῦρ ἢ καπνὸν ἀπ΄ αὐτοῦ μέ δεδιέναι Luc.)
; тж. перен. (о дряхлом старике)(νῦν ἤδη δ. Anth.)
-
2 ανθρακοω
превращать в уголь, обугливать, сжигать(ἠνθρακωμένος κεραυνῷ Aesch. и δαλός Eur.)
-
3 διαπυρος
21) горящий, пылающий(δαλός Eur.)
2) раскаленный, огненный(λίθος Xen.; μύδροι Arst.; σίδηρος Plut.)
3) пламенный, страстный(ἄνδρες Plat., Plut.; ἤθη Plut.)
δ. πρὸς ὀργήν Plut. — вспыльчивый4) жаркий, знойный -
4 επεσχαριος
-
5 ηλιξ
Iдор. ἇλιξ - ῐκος adj. одних лет, одинакового возраста(βόες Hom.; παρθένοι Pind.; νεάνιδες Arph.)
παιδὸς δαλὸς ἧ. Aesch. — головня, одного возраста с сыном (Мелеагром;см. Μελέαγρος 1)II- ικος ὅ, ἥ однолеток, ровесник, сверстникἥλικες ἥβης ἐμῆς Aesch. — спутники моей юности;
ἧ. ἥλικα τέρπει погов. Plat., Arst. — сверстник радует сверстника (т.е. всякий любит общество своих сверстников) -
6 κυαναμπυξ
См. также в других словарях:
δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… … Dictionary of Greek
δαλός — δᾱλός , δαλός fire brand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαλίον — δαλίον, το (Α) μικρός δαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δαλός*] … Dictionary of Greek
головня — укр. головня, ст. слав. главьнѩ δαλός, болг. главня, сербохорв. главња, словен. glȃvnja, чеш. hlavně, hlaveň, слвц. hlaveň уголь , польск. gɫownia, в. луж. ɫuhen, н. луж. gɫownja. Скорее всего, с исходным знач. головка пылающего полена от… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Delos — For other uses, see Delos (disambiguation). Delos Δήλος General view of Delos Geography … Wikipedia
δαελός — δαλεός, ο (Α) βλ. δαλός … Dictionary of Greek
δαλερός — ά, όν (Α) [δαλός] καυτός … Dictionary of Greek
δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u … Dictionary of Greek
δαύλον — δαῡλον, το (Α) μισοκαμένο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα τού Ησυχίου (δαύλον ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. τού δαλός* < *δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»] … Dictionary of Greek
κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… … Dictionary of Greek
κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα … Dictionary of Greek