-
1 ηλιξ
Iдор. ἇλιξ - ῐκος adj. одних лет, одинакового возраста(βόες Hom.; παρθένοι Pind.; νεάνιδες Arph.)
παιδὸς δαλὸς ἧ. Aesch. — головня, одного возраста с сыном (Мелеагром;см. Μελέαγρος 1)II- ικος ὅ, ἥ однолеток, ровесник, сверстникἥλικες ἥβης ἐμῆς Aesch. — спутники моей юности;
ἧ. ἥλικα τέρπει погов. Plat., Arst. — сверстник радует сверстника (т.е. всякий любит общество своих сверстников) -
2 μεσήλικας
[-ήλιξ (-ήλικος)] ο, η человек средних лет -
3 αλιξ
-
4 αφηλιξ
-
5 εφηλιξ
-
6 ισηλιξ
-
7 ξυνηλιξ
дор. συνᾶλιξ - ῐκος ὅ и ἥ сверстник, ровесник Anth.ἐμοὴ ξυνήλικες Aesch. — мои старинные друзья
-
8 ομηλιξ
- ῐκος adj.1) одного возраста, ровесник(κάλλιστος τῶν ὁμηλίκων Plut.)
ὁ. τινος Eur. — одного возраста с кем-л.2) одинакового роста(ἄνθρωποι Luc.)
-
9 παρηλιξ
-
10 συνηλιξ
дор. συνᾶλιξ - ῐκος ὅ и ἥ сверстник, ровесник Anth.ἐμοὴ ξυνήλικες Aesch. — мои старинные друзья
-
11 τανυηλιξ
(Μουσῶν ἐργάτιδες Anth.)
-
12 τερπω
(aor. 1 ἐτέρφθην - эп. тж. ἐτάρφθην и τάρφθην, эп. aor. 2 ἐτάρπην и τάρπην, тж. ἐταρπόμην и τεταρπόμην, conjct. ταρπῶ - эп. τρᾰπείω; inf. эп. aor. pass. ταρπήμεναι и ταρπῆναι) радовать, услаждать, веселить(θυμὸν φόρμιγγι, τινὰ λόγοις Hom.)
ἧλιξ τέρπει τὸν ἥλικα погов. Plat. — сверстник радует сверстника, т.е. каждого тянет к людям своего возраста;τὰ τέρποντα Soph. и τὰ τέρψοντα Xen. — радости, наслаждения;τεταρπόμενος φίλον ἦτορ σίτου καὴ οἴνοιο Hom. — натешив душу пищей и питьем;ἥ δ΄ ἐπεὴ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο Hom. — когда она вдоволь наплакалась;(λόγοι), οἷς σὺ μέ τέρψει κλύων Soph. — речи, которые ты не рад будешь услышать;τί ἂν ἰδὼν τερφθείης Xen. — при виде чего ты мог бы обрадоваться;τέρπεται τιμώμενος Eur. — он радуется (этим) почестям -
13 υπερηλιξ
См. также в других словарях:
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
ἧλιξ — of the same age masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκεσσι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκων — ἧλιξ of the same age masc/fem gen pl ἡλίκος as big as fem gen pl ἡλίκος as big as masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικες — ἧλιξ of the same age masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιξι — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλιξιν — ἧλιξ of the same age masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεσήλικος — η, ο, αρσ. και μεσήλικας και μεσοήλικας (ΑM μεσῆλιξ, ικος, Μ και μεσοῆλιξ, ὁ και ἡ) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που έχει μέση ηλικία ή αυτός που βρίσκεται μεταξύ ανδρικής και γεροντικής ηλικίας, ο μεσόκοπος νεοελλ. μσν. αυτός που έχει μέτριο… … Dictionary of Greek
νεοήλιξ — νεοῆλιξ, ὁ και ἡ (Α) αυτός που είναι μικρός στην ηλικία, ο νεαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος» (πρβλ. ισ ήλιξ, ομ ήλιξ)] … Dictionary of Greek