-
1 δᾱλός
-
2 δᾱλός
-
3 δαίω
δαίω, brennen, anzünden; entstanden entweder aus ΔΑ'FΩ (das Digamma in ι übergegangen), oder aus ΔΑFΊΩ (das Digamma ausgeworfen); Wurzel auf jeden Fall ΔΑF-; durchaus verschieden also von δαίομαι »theilen«, Wurzel ΔΑ –. Das Digamma in δαίω »brennen« bezeugt z. B. die Form δεδαυμένος, μηρίων δεδαυμένων Simonid. (Amorgin.?) in Etym. m. p. 250, 18 und Cram. An. Ox. 1 p. 106, 4 (Bergk L. G. ed. 2 fr 30 p. 587); durch conj. hergestellt δεδαυμένον Callimach. epigr. 53; vgl. Hesych. δεδαυμένον· περιπεφλεγμένον; δάβελος· δαλός, Λάκωνες; Sanskrit. davas, dâvas = calor, ignis, s. Curtius Grundzüge d. Gr. Etym. 1 S. 197; wahrscheinlich sind δαίω »brennen«, αὔω oder αὕω nebst αὐαίνω oder αὑαίνω, εὕω, καίω (καύσω, ΚΑF-), dem Ursprunge nach identisch; vgl. λείβω εἴβω, δείλη εἵλη, δαήμων δαίμων αἵμων, δνόφος νέφος γνόφος κνέφας, μέλας μέλαινα μελαινός κελαινός, δᾶ γᾶ γέα γῆ γαῖα αἶα, Verwandt mit δαίω »brennen« auf jeden Fall δαΐς »die Fackel« und δαλός. – Transitiv. werden von δαίω gebraucht praes. und imperfect. activ.: Hom. πῠρ Il. 9, 211 Od. 7, 7; φλόγα Il. 18, 206, wie Aesch. Ag. 496; π ῠρ καὶ φῶς Ch. 864; übertr., δαῖε δ' ἐν όφϑαλμοῖς γλυκερὸν πόϑον, Verlangen aus den Augen leuchten lassen, Ap. Rh. 4, 1147. – In Prosa Dem. χώραν δαίοντος καὶ δενδροκοπέοντος in dem Psephisma der Byzantier 18, 90. – Intransitiv wird das medium gebraucht nebst perf. und plusquamperf. act. δέδηα ἐδεδήειν, = brennen, in Brand sein, in Flammen stehen, in Flammen gerathen, sich entzünden: Hom. Iliad. 18, 227 ἀκάματον πῠρ δεινὸν ὑπὲρ κεφαλῆς Πηλείωνος δαιόμενον· τὸ δὲ δαῖε ϑεὰ γλαυκῶπις Ἀϑήνη; vom Blitz Iliad. 8, 75 αὐτὸς δ' ἐξ Ἴδης μεγάλ' ἔκτυπε, δαιόμενον δὲ ἧκε σέλας; neben καίω Odyss. 5, 61 πῠρ μὲν ἐπ' ἐσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόϑι δ' ὀδμ ὴ κέδρου τ' εὐκεάτοιο ϑύου τ' ἀνὰ νῆσον ὀδώδει δαιομένων; Iliad. 21, 343 Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο ϑεσπιδαὲς πῦρ. πρῶτα μὲν ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς πολλούς: hier kann δαίετο Homerisch medium statt des activ. sein, Hephästos Subject zu δαίετο. – Soph. Tr. 762 ἐδαίετο φλόξ; λύχνοις ἅμα δαιομένοισιν Theocr. 24, 51. – Uebertr., δαίεται ὄσσε, die Augen funkeln, Od. 6, 132. – Δάηται. conjunct. aor. 2. med., in auffallender Verbindung, δάηται δαιομένη, zwei Mal dieselbe Stelle: μή ποτ' ἐπὶ Τρώεσσιν ἀλεξήσειν κακὸν ἦμαρ, μηδ ὁπότ' ἄν Τροίη μαλερῷ πυρὶ πᾶσα δάηται δαιομένη, δαίωσι δ' ἀρήιοι υἷες Ἀχαιῶν, Iliad. 20, 316. 21, 375. – Perf. u. plusqpft. act., intransitiv, übertr.: πυρὶ δ' ὄσσε δεδήει Iliad. 12, 466; μάχη πόλεμός τε δέδηεν Iliad. 20, 18, die Schlacht ist entbrannt; 35, wohl Tmesis; πάντῃ γάρ σε περὶ στέ φανος πολέμοιο δέδηεν Iliad. 13, 736, wohl Tmesis; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δἔδηεν Iliad. 17, 253; μετὰ δέ σφισιν ὄσσα δεδήει ότρύνουσ' ἰέναι, Διὸς ἄγγελος Iliad 2, 93, vergl. das Deutsche »ein Gerücht verbreitet sich wie ein Lauffeuer«; οἰμωγὴ δὲ δέδηε, hat sich erhoben, flammt auf, Odyss. 20, 853.
-
4 τηλ-αυγής
τηλ-αυγής, ές, adv. τηλαυγῶς, weit oder in die Ferne glänzend, fernher strahlend; H. h. 31, 13. 32, 8; Theogn. 551; ἔργου πρόςωπον τηλαυγές, Pind. Ol. 6, 4; φέγγος, N. 3, 64; ἀστέρος τηλαυγέστερον φάος, P. 3, 75; ὄχϑος, Soph. Tr. 521; ἀκτίς, Ar. Av. 1092; ἀκτίνων σέλας, 1709; sp. D., δαλός, Ep. ad. 372 (IX, 675); Luc. Hipp. 7; – τηλαυγέστερον ὁρᾶν, weiter in die Ferne sehen, D. Sic. 1, 50.
-
5 κραναός
κραναός, hart, rauh, sel sig; bei Hom. Beiwort von Ithaka, IL. 3, 201 Od. 1, 247 u. öfter; nicht von Ithaka Iliad. 3, 445 νήσῳ δ' ἐν κραναῇ (Κρανάῃ?) ἐμίγην φιλότητι καὶ εὐνῇ; Δᾶλος Pind. I. 1, 3; Ἀϑῆναι Ol. 7, 82, öfter, wie es κραναὰ πόλις heißt bei Ar. Ach. 75; ἡ Κραναά allein = die Burg von Athen, Lys. 481; αἱ Κρανααί Av. 123 (s. auch nom. pr.); κραναὰς ἀκαλήφας Ar. bei Ath. II, 62 e.
-
6 δα-φοινός
δα-φοινός, fem. δαφοινή Opp. C. 3, 440, eigentl. = ganz blutig, ganz blutroth; von φοινός und δα- = ζα- = διά, vgl. δάσκιος; Apoll. Lex. Homer. p. 56, 11 δαφοινός ὁ μεγάλως φοινὸς καὶ ἐρυϑρός. ἔνιοι δὲ δαφοινὸν τὸν μεγάλως φόνιον, Homer dreimal: Iliad. 11, 474 δαφοινοὶ ϑῶες, rothgelb; Iliad. 10, 23 δαφοινὸν δέρμα λέοντος αἴϑωνος; Iliad. 2, 308 δράκων ἐπὶ νῶτα δαφοινός. Vgl. δαφοινεός Iliad. 18, 538. – Folgende: Κῆρες Hes. Sc. 250; πῆμα H. h. Ap. 304; ἄγρα Pind. N. 3, 77; αἰετός Aesch. Prom. 1024; λύκοι Opp. C. 3, 393; blutroth, δαλός Aesch. Ch. 606; rothgelb, Eur. Alc. 581 λεόντων ἁ δαφοινὸς ἴλα.
-
7 διά-πυρος
διά-πυρος, vom Feuer durchglüht, glühend; δαλός Eur. Cycl. 627; vgl. Plat. Tim. 88 a; Xen. Mem. 4, 7, 7 u. Folgde. – Bes. übertr., feurig, heftig, leidenschaftlich, ἄνδρες ἄγριοι Plat. Rep. X, 615 e; – superl., Legg. VI, 783 a; – öfter bei Folgdn, bes. Plut., z. B. ἤϑη, Lyc. 9; πρὸς ὀργήν, Gen. Socr. 3; πρὸς δόξαν, Luc. 4; auch von Handlungen, ἔργον, Luc.; μῖσος, Plut. Arat. 3.
-
8 δηλέομαι
δηλέομαι, dep. med., zu Grunde richten, tödten, vernichten, zerstören, beschädigen, verletzen, verwunden, plündern, rauben; absolut, = Schadenanrichten, schaden, schädlich sein; Apoll. Lex. Hom. 58, 7 δηλήσασϑαι· διαφϑεῖραι, διακόψαι; 62, 12 ἐδηλήσαντο· ἐκακοπάϑησαν, ἔβλαψαν. Vgl. δαίω, δαλός, δήιος, δηιόω und das Latein. deleo (??). Bei Homer erscheint δηλέομαι öfters im aorist. 1. med.; ein Paar Homerische Formen können sowohl für conjunctiv. aorist. 1. med. gelten als für indicativ. futur.; in anderen Formen bei Homer nicht. Uebersicht der Homerischen Formen und Stellen: δηλήσατο Odyss. 22, 278; ἐδηλήσαντο Iliad. 1, 156 Odyss. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δηλήσαντο Iliad. 4, 236. 271; δηλήσηται Iliad. 3, 107; δηλήσαιτο Odyss. 13, 124; δηλήσασϑαι Iliad. 4, 67. 72; δηλήσεαι, conj. aor. oder ind. fut., Iliad. 23, 428; δηλήσεται, conj. aor. oder ind. fut., Iliad. 14, 102 Odyss. 8, 444. 22, 368. Auch das einzige Homerische composit., διαδηλέομαι, erscheint bei Homer nur im aorist. 1. med., διεδηλήσαντο Odyss. 14, 37. Absolut ist δηλέομαι gebraucht Iliad. 14, 102 ἔνϑα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται, ὄρχαμε λαῶν; mit Griech. accusat. Odyss. 10, 459 οἶδα ἠμὲν ὅσ' ἐν πόντῳ πάϑετ' ἄλγεα, ἠδ' ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου; Iliad. 4, 236. 271 πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσαντο, über den Eid hinaus, d. h. gegen den Eid; vgl. Iliad. 4, 67. 72 ὥς κε Τρῶες Ἀχαιοὺς ἄρξωσι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασϑαι und Iliad. 3, 107 μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται; Iliad. 1, 156 οὐδέ ποτ' ἐν Φϑίῃ καρπὸν ἐδηλήσαντο, die Feldfrucht verwüsten; Odyss. 8, 444 αὐτὸς νῠν ἴδε πῶμα, ϑοῶς δ' ἐπὶ δεσμὸν ἴηλον, μή τίς τοι καϑ' ὁδὸν δηλήσεται, ὁππότ' ἂν αὖτε εὕδῃσϑα ὕπνον, stehlen; Iliad. 23, 428 ἀλλ' ἄνεχ' ἵππους· στεινωπὸς γὰρ ὁδός, τάχα δ' εὐρυτέρῃ παρελάσσεις, μή πως ἀμφοτέρους δηλήσεαι ἅρματι κύρσας: Einige verstehen unter ἀμφοτέρους die Pferde des Angeredeten, Andere wohl richtiger die beiden Menschen, den Sprecher und den Angeredeten; Odyss. 22, 278 Αμφιμέδων Τηλέμαχον βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός; Odyss. 22, 368 μή με δηλήσεται ὀξέι χαλκῷ, damit er mich nicht tödte; Odyss. 11, 401 τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε ϑανάτοιο; – ἦέ σ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου; – Hom. hymn. Cer. 228 δηλήσεται; Gegensatz ὀνίνημι Hom. hymn. Merc. 541 ἀνϑρώπων δ' ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω. – Praes. und imperfect. bei Herodt.: δηλέεσϑαι 6, 36; δηλῆται 4, 187; ἐδηλέετο 9, 63; – δηλήσασϑαι τὴν στρατιήν 7, 51; τὴν γῆν δηλησαμένας πολλά 4, 115; – perfect. δεδήληται in passiver Bdtg 4, 198. 8, 100; activisch und passivisch kann genommen werden das praes. δηλέεσϑαι 2, 12. – Perfect. δεδήληται passivisch auch Eur. Hipp. 175. – Das activ. Xen. Oec. 10, 3 beruht wohl auf falscher Lesart. – Dorisch Theocr. 9, 36 τὼς δ' οὔτι ποτῷ δαλήσατο Κίρκα, vgl. Parthen. 29 οἴνῳ πολλῷ δηλησαμένη αὐτὸν ἤγαγεν εἰς ἐπιϑυμίαν κτἑ.
-
9 δάος
-
10 δᾱλίον
-
11 ἐπ-εσχάριος
ἐπ-εσχάριος, auf dem Heerde, δαλός Leon. Tar. 64 (VII, 648).
-
12 δᾱλίον
См. также в других словарях:
δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… … Dictionary of Greek
δαλός — δᾱλός , δαλός fire brand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαλίον — δαλίον, το (Α) μικρός δαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό τού δαλός*] … Dictionary of Greek
головня — укр. головня, ст. слав. главьнѩ δαλός, болг. главня, сербохорв. главња, словен. glȃvnja, чеш. hlavně, hlaveň, слвц. hlaveň уголь , польск. gɫownia, в. луж. ɫuhen, н. луж. gɫownja. Скорее всего, с исходным знач. головка пылающего полена от… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Delos — For other uses, see Delos (disambiguation). Delos Δήλος General view of Delos Geography … Wikipedia
δαελός — δαλεός, ο (Α) βλ. δαλός … Dictionary of Greek
δαλερός — ά, όν (Α) [δαλός] καυτός … Dictionary of Greek
δαυλός — (I) δαυλός και δαῡλος, ον (Α) 1. πυκνός, δασύς («δαυλά γένεια», «...καλεῑσθαι τά δασέα ὑπὸ τῶν παλαιῶν δαῡλα») 2. φρ. «δαυλοὶ πραπίδων, δάσκιοί τε πόροι» σκοτεινές μηχανορραφίες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προτείνεται η αναγωγή της λ. σε IE *dns u … Dictionary of Greek
δαύλον — δαῡλον, το (Α) μισοκαμένο ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τη γλώσσα τού Ησυχίου (δαύλον ημίφλεκτον ξύλον). Ο τ. δαύλον εμφανίζεται ως παράλληλος τ. τού δαλός* < *δαFελός (πρβλ. δαίω «ανάβω, πυρπολώ»] … Dictionary of Greek
κάλον — κᾱλον, τὸ (Α) 1. επιγρ. ξύλο, στέλεχος, δενδρύλλιο, βλαστός 2. στον πληθ. τὰ κᾱλα α) ξύλα για κάψιμο β) ξύλινα στελέχη για την κατασκευή αψίδων τροχού άμαξας («ἐπικαμπύλα κᾱλα», Ησίοδ.) γ) τα πλοία («ἔρρει τὰ κᾱλα» καταστράφηκαν τα πλοία, Ξεν).… … Dictionary of Greek
κραναός — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αττικής, διάδοχος του Κέκροπα. Σύζυγός του ήταν η Πεδιάς με την οποία απέκτησε την Κρανάη, την Κραναίχμη και την Ατθίδα. Προς τιμήν της τελευταίας, μετά τον θάνατό της, ονόμασε τη χώρα του Ατθίδα ή Αττική. Σύμφωνα … Dictionary of Greek