-
1 δακτυλήθρα
δακτυλήθρᾱ, δακτυλήθραfinger-sheath: fem nom /voc /acc dualδακτυλήθρᾱ, δακτυλήθραfinger-sheath: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δακτυλήθρᾱͅ, δακτυλήθραfinger-sheath: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δακτυληθρα
-
3 δακτυλήθρα
δακτυλήθρα, ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I, 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.
-
4 δακτυλήθρα
δακτυλήθρα, ἡ, (1) Handschuh. (2) ein Marterwerkzeug -
5 δακτυλήθρᾳ
Βλ. λ. δακτυλήθρα -
6 δακτυλήθρα
η1) напёрсток; 2) кожаный или резиновый напальчник; 3) наконечник (палки, зонта) -
7 δακτυλήθρα, -ας
ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 8:13thumb-screw, torturing instrument -
8 δακτυλήθρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακτυλήθρα
-
9 δακτυλήθρας
δακτυλήθρᾱς, δακτυλήθραfinger-sheath: fem acc plδακτυλήθρᾱς, δακτυλήθραfinger-sheath: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 δακτυλήθραν
δακτυλήθρᾱν, δακτυλήθραfinger-sheath: fem acc sg (attic doric aeolic) -
11 δακτυλήθραι
-
12 δακτυλῆθραι
-
13 δάκτυλος 1
δάκτυλος 1.Grammatical information: m.Meaning: `finger' (also as measure etc.), `toes' (Ion.-Att.);Other forms: Boeot. δακκύλιος (Tanagra)Compounds: τετραδάκτυλος; ῥοδοδάκτυλος.Derivatives: Rare dimin.: δακτυλίδιον (Ar.), δακτυλίσκος (Lebadeia), δακτυλίς (Steph. Med., Plin.); - δακτύλιος m. (- ον n.) `(finger)ring' (Sapph., Hdt.) with dimin. δακτυλίδιον (Delos IIIa, pap.), also δακτυλίδριον, - ίδρυον (pap., from - ύδριον [Chantr. Form. 72f.] dissimilated), δακτύληθρον (Them.; cf. Chantr. 373), δακτυλήθρα `glove with fingers' (X., Chantr. l.c.); - δακτυλῖτις plant name (Dsc.; after the root like a finger, Strömberg Pflanzennamen 37, Redard Les noms grecs en - της 70), δακτυλεύς name of a sea-fish (Ath.; Boßhardt Die Nomina auf - ευς 84f.). - Adj.: δακτυλ-ιαῖος `broad as a finger' (Hp.), δακτυλικός `belonging to the finger' (Ath.), δακτυλωτός `with fingers' (Ion.). - Denomin. δακτυλίζω `count with the fingers etc.' (H.) with δακτυλιστής (pap.) unknown profession.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: No etymology. Boeot. δακκύλιος, where - κκ- is hardly from - κτ-, rather from *δάτκυλος. Not to OHG zinko. Lat. digitus is also unclear. *δατκ-υλ- looks perfectly Pre-Greek: - κτ-, vowels α and υ.Page in Frisk: 1,344-345Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάκτυλος 1
См. также в других словарях:
δακτυλήθρα — δακτυλήθρᾱ , δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc/acc dual δακτυλήθρᾱ , δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλήθρᾳ — δακτυλήθρᾱͅ , δακτυλήθρα finger sheath fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλήθρα — η βλ. δαχτυλήθρα … Dictionary of Greek
δακτυλήθρα — η βλ. δαχτυλήθρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλήθρας — δακτυλήθρᾱς , δακτυλήθρα finger sheath fem acc pl δακτυλήθρᾱς , δακτυλήθρα finger sheath fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλήθραν — δακτυλήθρᾱν , δακτυλήθρα finger sheath fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακτυλῆθραι — δακτυλήθρα finger sheath fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
δαχτυλήθρα — η (Α δακτυλήθρα) νεοελλ. 1. μικρή στεφάνη, μεταλλική ή οστέινη, που εφαρμόζεται στην ακρινή φάλαγγα τού μεσαίου δαχτύλου τού χεριού και με την οποία σπρώχνεται η βελόνα στο ράψιμο 2. κάθε κάλυμμα τού δαχτύλου, δερμάτινο ή από άλλη ύλη, που… … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek