-
1 δακρυτος
21) стоивший многих слез(ἐλπὴς σπέρματος σωτηρίου Aesch.)
2) заставляющий плакать, достойный слез, ужасный (sc. πήματα Eur.; μόρον Anth.) -
2 δακρυτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δακρυτός
-
3 δακρυτός
δακρῡτός, δακρυτόςwept over: masc /fem nom sg -
4 περι-δάκρῡτος
περι-δάκρῡτος, sehr weinend, Eur. Phoen. 332.
-
5 παν-δάκρῡτος
παν-δάκρῡτος, allbeweint, von Allen zu beweinen; γένος, Aesch. Spt. 636; ἔϑνη ἐφαμέρων, Eur. Or. 974; I. T. 553; – allbeweinend, immer weinend, ὀδύρματα, Soph. Trach. 50; βιοτά, Phil. 691, thränenvoll.
-
6 πολυ-δάκρῡτος
πολυ-δάκρῡτος, viel beweint, wie das Vorige; μάχη, Il. 17, 192 [wo υ kurz sein müßte, dah. jetzt πολυδακρύου gelesen wird]; u. so auch von Menschen, 24, 620; – Aesch. πένϑη, Ch. 330. – Aber auch γόος, viel weinend, thränenreich, Od. 19, 213. 251; – Ἀΐδης, Thränen verursachend, Eur. Herc. F. 426; sp. D.
-
7 κακο-δάκρῡτος
κακο-δάκρῡτος, kläglich beweint, Hesych.
-
8 εὐ-δάκρῡτος
εὐ-δάκρῡτος, thränenreich, d. i. sehr zu beweinen, Aesch. Ch. 179; – schön weinend, Philostr.?
-
9 δυς-δάκρῡτος
δυς-δάκρῡτος, 1) sehr zu beweinen; βαρὺ ψῆγμα Aesch. Ag. 430. – 2) sehr weinend; ψυχή Mel. 55 (XII, 80); δάκρυα 109 (VII, 476).
-
10 νεο-δάκρῡτος
νεο-δάκρῡτος, frisch weinend, Hesych.
-
11 ἀρι-δάκρῡτος
ἀρι-δάκρῡτος, dasselbe, Hesych.
-
12 ἀμφι-δάκρῡτος
ἀμφι-δάκρῡτος, sehr beweint, thränenreich, Eur. Phoen. 332.
-
13 ἀξιο-δάκρῡτος
ἀξιο-δάκρῡτος, beweinenswerth, Schol. Eur. Med. 1221.
-
14 ἀ-δάκρῡτος
ἀ-δάκρῡτος, thränenlos, act. nicht weinend, Hom. dreimal, Od. 4, 186 οὐδ' ἄρα Νέστορος υἱὸς ἀδακρύτω ἔχεν ὄσσε, Iliad. 1, 415 αἴϑ' ὄφελες ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων ᾑσϑαι, Od. 24, 61 οὔ τιν' ἀδάκρυτόν γ' ἐνόησας Ἀργείων; – βλέφαρα Soph. Trach. 107, neben ἀστένακτος 1190, wie Eur. Hec. 690, vgl. Troad. 603. – Pass. unbeweint, πότμος Soph. Ant. 881, wo Andere fälschlich thränenreich erkl.; μάχαι Plut. Alex. fort. 2, 9.
-
15 δακρύτ'
δακρῡτά, δακρυτόςwept over: neut nom /voc /acc plδακρῡτέ, δακρυτόςwept over: masc /fem voc sg -
16 αδακρυτος
-
17 αμφιδακρυτος
-
18 δυσδακρυτος
21) горько оплакиваемый(ψῆγμα ἀντήνορος σποδοῦ Aesch.)
2) горько плачущий, тяжко удрученный(ψυχή Anth.)
3) ( о слезах) горький, горестный(δάκρυα Anth.)
-
19 ευδακρυτος
2исторгающий обильные слезыοὐχ ἧσσον εὐδάκρυτά μοι λέγεις τάδε Aesch., — и эти твои слова также вызывают у меня слезы
-
20 πανδακρυτος
См. также в других словарях:
δακρυτός — δακρυτός, ή, όν και δακρυτός, όν (Α) [δακρύω] εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς … Dictionary of Greek
δακρυτός — δακρῡτός , δακρυτός wept over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
δακρύτ' — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl δακρῡτέ , δακρυτός wept over masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] … Dictionary of Greek
φιλοδάκρυτος — ον, ΜΑ φιλόδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυτός (< δακρύω)] … Dictionary of Greek
δακρυτά — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)