-
1 ἀμφι-δάκρῡτος
ἀμφι-δάκρῡτος, sehr beweint, thränenreich, Eur. Phoen. 332.
-
2 ἀμφιδάκρῡτος
ἀμφι-δάκρῡτος, sehr beweint, tränenreich -
3 αμφιδακρυτος
См. также в других словарях:
αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] … Dictionary of Greek