-
21 δακρυτά
δακρῡτά, δακρυτόςwept over: neut nom /voc /acc pl -
22 δυσδάκρυτος
δυσ-δάκρῡτος, ον,II. [voice] Act., sorely weeping, AP12.80 (Mel.); δάκρυα δ. tears of anguish, ib.7.476 (Id.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσδάκρυτος
-
23 κακοδάκρυτος
κᾰκο-δάκρῡτος, ον,A producing inferior gum, of trees, Hsch. s.v. du/s<s>takton.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοδάκρυτος
-
24 νεοδάκρυτος
νεο-δάκρῡτος, ον,A weeping afresh, Hsch. s.v. νεοστάλυγες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοδάκρυτος
-
25 πανδάκρυτος
πᾰν-δάκρῡτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδάκρυτος
-
26 πολυδάκρυτος
πολῠ-δάκρῡτος, ον,II [voice] Act., muchweeping, E.Hec. 651 (lyr.), cj. in Tr. 1105 (lyr.). [ πολυδάκρῠτος is f.l.in Il.17.192, E.HF 427 (lyr.); cf. πολυδάκρυος.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυδάκρυτος
-
27 ἀειδάκρυτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀειδάκρυτος
-
28 ἀξιοδάκρυτος
ἀξιο-δάκρῡτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιοδάκρυτος
-
29 ἀριδάκρυτος
ἀρῐ-δάκρῡτος, ον,A much wept, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριδάκρυτος
-
30 ἀδάκρῦτος
ἀ-δάκρῦτος: tearless.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀδάκρῦτος
-
31 πολυδάκρῦτος
πολυ - δάκρῦτος: much wept or lamented, tearful, γόος, Ω , Od. 19.213.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πολυδάκρῦτος
-
32 ἀδάκρῡτος
ἀ-δάκρῡτος, tränenlos, act. nicht weinend. pass. unbeweint -
33 ἀμφιδάκρῡτος
ἀμφι-δάκρῡτος, sehr beweint, tränenreich -
34 ἀξιοδάκρῡτος
-
35 ἀριδάκρυος
ἀρι-δάκρυος, ἀρί-δακρυς, ἀρι-δάκρῡτος, sehr tränenreich -
36 ἀρίδακρυς
ἀρι-δάκρυος, ἀρί-δακρυς, ἀρι-δάκρῡτος, sehr tränenreich -
37 ἀριδάκρῡτος
ἀρι-δάκρυος, ἀρί-δακρυς, ἀρι-δάκρῡτος, sehr tränenreich -
38 δυςδάκρῡτος
δυς-δάκρῡτος, (1) sehr zu beweinen. (2) sehr weinend -
39 εὐδάκρῡτος
εὐ-δάκρῡτος, tränenreich, d. i. sehr zu beweinen; schön weinend -
40 κακοδάκρῡτος
См. также в других словарях:
δακρυτός — δακρυτός, ή, όν και δακρυτός, όν (Α) [δακρύω] εκείνος για τον οποίο δακρύζει κανείς … Dictionary of Greek
δακρυτός — δακρῡτός , δακρυτός wept over masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανδάκρυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που συνοδεύεται από μεγάλη ροή δακρύων («πανδάκρυτ ὀδύρμητα», Σοφ.) 2. πολύ δυστυχισμένος, αξιοδάκρυτος («πανδάκρυτ ἐφαμέρων ἔθνη πολύπονα», Ευρ?). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. νεο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
πολυδάκρυτος — η, ο / πολυδάκρυτος, ον, ΝΜΑ ο πολύδακρυς. επίρρ... πολυδακρύτως, Α με πολλά δάκρυα, με πολλούς θρήνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δάκρυτος (< δακρύω), πρβλ. αξιο δάκρυτος] … Dictionary of Greek
δακρύτ' — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl δακρῡτέ , δακρυτός wept over masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιδάκρυτος — ἀμφιδάκρυτος, ον (Α) ο γεμάτος δάκρυα, πολυδάκρυτος, πολυθρήνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δακρυτός < δακρύω] … Dictionary of Greek
φιλοδάκρυτος — ον, ΜΑ φιλόδακρυς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + δακρυτός (< δακρύω)] … Dictionary of Greek
δακρυτά — δακρῡτά , δακρυτός wept over neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)