Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁβρό-

См. также в других словарях:

  • om- (*ḫamel) —     om (*ḫamel)     English meaning: raw, bitter, *sweet     Deutsche Übersetzung: “roh, bitter”     Note: reduced grade om Root om (*ḫamel): “raw, bitter, *sweet” : Root sem 1 : “to pour” : Root sem 3 : ‘summer”, O.Ind. amlá , amblá ‘sour,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • αβρύνω — ἀβρύνω (Α) [αβρός] Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αβρό, μαλακό 2. καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω 3. μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα 4. παραπλανώ, πλανεύω κάποιον με τους καλούς μου τρόπους II. μέσ. 1. ζω μαλθακά 2. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι …   Dictionary of Greek

  • εξαβρύνω — ἐξαβρύνω (Α) καθιστώ κάτι αβρό, τρυφερό …   Dictionary of Greek

  • ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] …   Dictionary of Greek

  • ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… …   Dictionary of Greek

  • ισοπενθής — ἰσοπενθής, ές (Α) αυτός που έχει ίδιο πένθος, ίδια λύπη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο πενθής, δεινο πενθής] …   Dictionary of Greek

  • κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] …   Dictionary of Greek

  • καλλίκομος — η, ο (Α καλλίκομος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό… …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέτηλος — καλλιπέτηλος, ον (Α) (για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο πέτηλος, λευκο πέτηλος] …   Dictionary of Greek

  • καλοείμων — καλοείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος, καλοφορεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»