-
1 ἁβρο
ἁβρο-, in Zusammensetzungen = weichlich -
2 ἀβρο-τίμων
ἀβρο-τίμων ἐκ προκαλυμμάτων, seine und kostbare Vorhänge, Aesch. AK. 675, wo Salm. unnöthig ἁβρο-πήνων conj.
-
3 ἁβρό-πλουτον
ἁβρό-πλουτον εἰς ἔριν χαίτας, Eur. Iph. T. 1149, ch., nach Herm. Emend. für χ. ἁβροπλούτοιο ἐς ἐρ., üppigreichen Haares Wettstreit.
-
4 ἁβρό-χροος
ἁβρό-χροος, mit zarter Haut, sehr zw. Conj. für ἁβρόγοος, w. m. s.
-
5 ἁβρό-καρπος
ἁβρό-καρπος, mit üppigen, zarten Früchten, Hes.
-
6 ἁβρό-γοοι
-
7 ἁβρό-βιος
-
8 ἁβρό-δαιτι
ἁβρό-δαιτι τραπέζῃ, mit üppigem Male, Archestr. bei Athen. I, 4 e.
-
9 ἁβρο-πόδων
ἁβρο-πόδων βήμαϑ' ἑλισσόμεναι, Ep. ad. 521 (XI, 183), ist jetzt richtig in ἁβρὰ ποδῶν geändert.
-
10 ἁβρο-πέτηλος
ἁβρο-πέτηλος, mit zartem Laube, Jo. Gaz. ecphr. 2, 2.
-
11 ἁβρο-πέδῑλος
ἁβρο-πέδῑλος Ἔρως, mit zarten Sohlen, Mel. 21 (XII, 158).
-
12 ἁβρο-πήνους
ἁβρο-πήνους πέπλους, zartfädige Gewänder, Lycophr. 863. Einige lesen auch so für ἁβροτίμων Aesch., s. unt.
-
13 ἁβρο-φυῆ
-
14 ἁβρο-χαιτήεσσα
ἁβρο-χαιτήεσσα ἵππος, mit reicher Mähne, Simonid. mul. 57. unsichere L. für ἁβρὴ χαιτήεσσα.
-
15 ἁβρο-χαίτης
ἁβρο-χαίτης, ὁ, mit üppigem Haare, Apollo, Hymn. Ap. 2 (IX, 525); Anacr. 41, 8.
-
16 ἁβρο-χίτων
ἁβρο-χίτων, ωνος, εὐναί, Lager, mit weichen Decken, Aesch. Pers. 535; mit prunkendem Gewand, Ep. ad. A. P. IX, 538; Διόνυσος Nonn. D. 43, 441; Μαιῶται Orph. Arg. 1063.
-
17 ἁβρο-κόμης
-
18 ἁβρο-είμων
ἁβρο-είμων, mit üppig prächtigem Gewand, poot. an. EM. 4, 15.
-
19 ἁβρο-δίαιτα
ἁβρο-δίαιτα, ἡ, üppige Lebensweise, Ael. V. H. 12, 24. (VLL. τρυφερὰ ζωὴ καὶ ἁπαλή).
-
20 ἁβρο-δίαιτος
ἁβρο-δίαιτος, üppig lebend (VLL. τρυφητής, περὶ τὴν δίαιταν δαψιλής), Λυδοί Aesch. Pers. 41; διὰ τὸ-τον Thuc. 1, 6, von den alten Athenern, vorher steht ἀνειμένῃ τῇ διαίτῃ ἐς τὸ τρυφερώτερον μετέστησαν. So τὸ τῶν Φαιάκων-τον Ath. XII, 513 c; D. Hal. 9, 16; Hdn. 2, 7, 1. – Adv., Philo.
См. также в других словарях:
om- (*ḫamel) — om (*ḫamel) English meaning: raw, bitter, *sweet Deutsche Übersetzung: “roh, bitter” Note: reduced grade om Root om (*ḫamel): “raw, bitter, *sweet” : Root sem 1 : “to pour” : Root sem 3 : ‘summer”, O.Ind. amlá , amblá ‘sour,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
αβρύνω — ἀβρύνω (Α) [αβρός] Ι. ενεργ. 1. κάνω κάτι αβρό, μαλακό 2. καλλωπίζω, ομορφαίνω, στολίζω 3. μεταχειρίζομαι κάποιον με λεπτότητα 4. παραπλανώ, πλανεύω κάποιον με τους καλούς μου τρόπους II. μέσ. 1. ζω μαλθακά 2. καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι … Dictionary of Greek
εξαβρύνω — ἐξαβρύνω (Α) καθιστώ κάτι αβρό, τρυφερό … Dictionary of Greek
ιππόκομος — ἱππόκομος, ον (Α) (για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό κομος] … Dictionary of Greek
ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… … Dictionary of Greek
ισοπενθής — ἰσοπενθής, ές (Α) αυτός που έχει ίδιο πένθος, ίδια λύπη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πενθής (< πένθος), πρβλ. αβρο πενθής, δεινο πενθής] … Dictionary of Greek
κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek
καλλίκομος — η, ο (Α καλλίκομος, ον) 1. αυτός που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά («ὅς μοι παλλακίδος περιχώσατο καλλικόμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει ωραίο και πυκνό φύλλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κομος (< κόμη), πρβλ. αβρό κομος, χρυσό… … Dictionary of Greek
καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] … Dictionary of Greek
καλλιπέτηλος — καλλιπέτηλος, ον (Α) (για άνθος) αυτό που έχει ωραία πέταλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέτηλος (< πέτηλον, άλλος τ. τού πέταλον), πρβλ. αβρο πέτηλος, λευκο πέτηλος] … Dictionary of Greek
καλοείμων — καλοείμων, ον (Α) ωραία ντυμένος, καλοφορεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] … Dictionary of Greek