Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δαέρων

См. также в других словарях:

  • δαέρων — δᾱέρων , δαήρ Aus Lydien masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαήρ — (δαέρος), ο (Α) ο αδελφός τού συζύγου, κουνιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη που δηλώνει συγγένεια και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. devar, λατ. lēvir (μεταπλασμένο κατά το vir), αρμ. taygr, λιθ. diever is,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»