-
101 πάτωρ
-
102 πέτρινος
-
103 πέδ-αυρος
-
104 πήγνῡμι
πήγνῡμι, auch πηγνύω, fut. πήξω, aor. ἔπηξα, aor. pass. ἐπήχϑην (πῆχϑεν, Il. 8, 298, Eur. Cycl. 302), häufiger ἐπάγην, u. fut. παγήσομαι, Theocr. 4, 92, perf. II. mit intrans. Bdtg πέπηγα, ein aor. med. ἐπηγόμην erst Sp., wie Aesop. S. auch πήσσω; – festmachen; – a) etwas Loses, Bewegliches befestigen, hineinstoßen, - stecken, - schlagen, wie einen Nagel, eine Stoßwaffe u. dgl.; auch aufstecken; -spießen, anheften u. dadurch befestigen, κεφαλὴν ἀνὰ σκολόπεσσι, den Kopf auf Pfähle stecken, Il. 18, 177; ὄμματα κατὰ χϑονὸς πῆξαι, die Augen fest auf die Erde richten, 3, 217, wie intrans., πρὸς ἀστρονομίαν ὄμματα πέπηγεν, Plat. Rep. VII, 530 d; u. übertr., ἡ σοφία αὐτοῠ τούτῳ ἀρέσκειν πέπηγεν, ist fest nur darauf gerichtet, X, 605 a; κρᾶτα πήξασ' ἐπ' ἄκρον ϑύρσον, Eur. Bacch. 1139; u. pass., ἀμφὶ βουπόροισι πηχϑέντας μέλη ὀβελοῖσι, Cycl. 301; so auch πέπηγε ἐν γῇ, das Schwert steckt fest in der Erde, Soph. Ai. 806. – b) einzelne Theile unter einander befestigen und zum Ganzen verbinden, zusammenfügen, zusammensetzen, dah. bauen, zimmern, νῆας πῆξαι, Il. 2, 664; auch im med., ἅμαξαν πήξασϑαι, sich einen Wagen bauen, Hes. O. 457; νῆας, σκηνὰς πήξασϑαι, sich Schiffe, Hütten bauen, 811; Her. 5, 83. 6, 12; u. pass., ψυχὴ καὶ σῶμα παγέν, Plat. Phaedr. 246 c; ὄρνις καλιὰν πήγνυται, der Vogel bau't sich sein Nest; auch παγάς, Netze zurecht machen und aufstellen, Xen. Cyr. 1, 6, 39; σκηνὰς πήξαντες, Zelte aufschlagen, Plat. Legg. VII, 817 c, wie Andoc. 4, 30; Pol. 6, 27, 2; σχεδίας, 3, 46, 1; übtr. ὅρους, Lycurg. 73; vgl. τοὺς κακῶς παγέντας ὅρκους, Eur. I. A. 395; εἷς ὅρος ἡμῖν παγήσεται, Thuc. 4, 92. – c) Weiches, Flüssiges fest, steif od. hart machen, gerinnen od. gefrieren lassen; ϑεὸς πήγνυσι δὲ πᾶν ῥέεϑρον, Aesch. Pers. 488; τοὺς ποταμοὺς ἔπηξεν, Ar. Ach. 139; ὅτι ψύχοιτό τε καὶ πήγνυτο (opt.), Plat. Phaed. 118 c; πηγνὺς τοὺς ἀνϑρώπους, Xen. An. 4, 5, 3. 7, 4, 3; pass. fest, steif, hart werden, γοῠνα πήγνυται, die Glieder werden steif, erstarren, Il. 22, 453; u. im intrans. perfect., τίτας φόνος πέπηγεν, Aesch. Ch. 67; auch ἄρϑρα πέπηγέ μου, Eur. Herc. f. 1395, die Glieder sind steif; πέπηγεν αὐτοῠ τὰ πολλά, Luc. D. Mar. 14, 3. Bei Antiphan. (Ath. VI, 224 c) ist πήγνυμαι »zu Stein werden«, dem voranstehenden λίϑινος γίγνομαι eutsprechend. – Von der Milch, Diosc. u. a. Sp., γάλα πεπ ηγός, geronnene Milch; auch ἅλες πήγνυνται, das Salz wird fest, Her. 4, 53. – d) übtr., befestigen, festsetzen, feststellen, Bestand geben, u. in den intrans. tempp. Bestand, Festigkeit bekommen haben, μὴ γὰρ ὡς ϑεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι πράγματα ἀϑάνατα, Dem. 4, 8, u. öfter, u. Sp.; διάνοια πεπηγυῖα καὶ ἄτολμος, Plut. Symp. 7, 10, 2.
-
105 στυγ-άνωρ
στυγ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, den Mann od. das männliche Geschlecht hassend, Ἀμαζόνων στρατός, Aesch. Prom. 726.
-
106 συμ-πράκτωρ
συμ-πράκτωρ, ορος, ὁ, ion. συμπρήκτωρ, Helfer; ὁδοῦ, Soph. O. R. 116, Gefährte; Her. 6, 125; Xen. Cyr. 3, 2, 29.
-
107 συμ-πρήκτωρ
συμ-πρήκτωρ, ορος, ὁ, u. συμπρήσσω, ion. statt συμπράκτωρ, συμπράσσω, Her.
-
108 συμ-παίστωρ
συμ-παίστωρ, ορος, ὁ, = συμπαίκτωρ; Mel. 114 (VI, 162), v. l. συμπαίκτωρ, wie Leon. Tar. 30 (VI, 154); auch Xen. Cyr. 1, 3, 14 v. l.
-
109 συμ-παίκτωρ
συμ-παίκτωρ, ορος, ὁ, = συμπαίκτης, v. l. von συμπαίστωρ bei Xen.
-
110 συν-τέμνω
συν-τέμνω, ion. συντάμνω, Her. (s. τέμνω), zerschneiden, zerhauen, vertheilen; τινί, mit Einem, Plat. Soph. 227 d; zusammenschneiden, beschneiden, beschränken, verkürzen, τιμὰς σὺ μὴ σύντεμνε τὰς ἐμὰς λόγῳ Aesch. Eum. 218, u. συντἑμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς ϑαλάσσης, die Meeresgränze schränkt mein Reich ein, Suppl. 255, τὴν μισϑοφοράν, Thuc. 8, 45; τὰς πρώρας τῶν νεῶν ξυντεμόντες εἰς ἔλασσον, 7, 36; εἰ ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται, 8, 86; χιτῶνας, Xen. Cyr. 8, 2, 5; τὰς δαπάνας, Hier. 4, 9; auch = hindern, hemmen, συντέμνουσι γὰρ ϑεῶν ποδώκεις τοὺς κακόφρονας βλάβαι Soph. Ant. 1090, Schol. συντόμως κατακόπτουσι καὶ βλάπτουσι, od. = sie holen die Frevler auf dem kürzesten Wege ein, wie Her. 7, 123, συντάμνειν ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραίην ἄκρην, wo man ὁδόν ergänzt, den kürzesten Weg einschlagen, wie wir sagen »grade derüber schneiden«; ὡς δὴ συντέμνω, sc. τὸν λόγον, damit ich's kurz sage, Eur. Troad. 441, wie ἵνα συντέμω Dem. 24, 14; vollständig, πάντα ταῦτα συντεμὼν φράσω, Eur. Hec. 1180; συντέμνω πολλοὺς λόγους ἐν βραχεῖ, Ar. Thesm. 178; σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει, Plat. Prot. 334 d; σύντεμνε, absolut, Mnesim. bei Ath. VIII, 359 c; ὡς συντέμνοντι εἰπεῖν, um es kurz zu sagen, auch συντεμόντι allein, Anaxilas bei Ath. XIII, 558 e (V. 31). – Her. sagt auch τοῦ χρόνου συν τάμνοντος, da die Zeit drängt, 5, 41.
-
111 συμ-φήτωρ
-
112 συγ-κτήτωρ
συγ-κτήτωρ, ορος, ὁ, Mitbesitzer (?).
-
113 συγ-γεννήτωρ
συγ-γεννήτωρ, ορος, ὁ, Miterzeuger, τέκνων, Plat. Legg. IX, 874 c.
-
114 συγ-γενήτωρ
συγ-γενήτωρ, ορος, ὁ, = συγγεννήτωρ (?).
-
115 συν-εκ-βαίνω
συν-εκ-βαίνω (s. βαίνω), mit oder zugleich herausgehen, aus einem Thal auf einen Berg, ἐπὶ τὸ ὄρος Xen. An. 4, 3, 22.
-
116 συμ-βακχεύω
συμ-βακχεύω, mit Andern das Bacchusfest feiern, bacchisch schwärmen, πᾶν συνεβάκχευσ' ὄρος, Eur. Bacch. 725; μετά τινος, Plat. Phaedr. 234 d. – Auch von leblosen Gegenständen, wie Gegenden, Bergen, an der bacchischen Feier Theil nehmen, Jac. Philostr. imagg. p. 294.
-
117 συν-δαίτωρ
συν-δαίτωρ, ορος, ὁ, Mitesser, Tischgenosse, Aesch. Eum. 331.
-
118 συν-οπτικός
συν-οπτικός, ή, όν, 1) übersehend, voll Uebersicht u. Einsicht, einsichtsvoll, ὁ μὲν γὰρ συνοπτικὸς διαλεκτικός, Plat. Rep. II, 537 c; τὸ συνοπτικόν, Scharfsinn. – 2) kurz zusammenfassend, unter eine kurze Uebersicht bringend, ὅρος, allgemeine, kurze Uebersicht, Dionys. Areop.
-
119 συν-οικήτωρ
συν-οικήτωρ, ορος, ὁ, ἡ, = Vorigem, ἐμοί, Aesch. Eum. 797.
-
120 συν-θοινᾱτωρ
συν-θοινᾱτωρ, ορος, ὁ, der Mitschmausende, Eur. El. 638.
См. также в других словарях:
.όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα … Dictionary of Greek